-
1 πελαργός
[голаргос] ουσ. а. аистΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πελαργός
-
2 аист
зоол. (белый) о λευκός πελαργός, το ασπρολελέκι(чёрный) πελαργός ο μέγας, разг. το μαύρο λελέκιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аист
-
3 аист
-
4 аист
аистм ὁ πελαργός, τό λελέκι. -
5 аист
[άιστ] ουσ. α. πελαργός -
6 аист
[άιστ] ουσ α πελαργός -
7 аист
-а α.πελαργός, λέλεκας, λελέκι•прилетели -ы ήρθαν τα λελέκια.
-
8 полететь
ρ.σ.1. πετώ•аист -ел ο πελαργός πέταξε•
самолт -л το αεροπλάνο πέταξε.
|| ρίχνομαι, πετάγομαι, εκσφεντονίζομαι•камень -л в окно πέτρα πετάχτηκε στο παράθυρο.
2. πέφτω. || τρέχω ταχύτατα (σαν να πετώ).3. μτφ. καταφτάνω.δ ιαδίδομαι•весть -ла по всей стране η είδηση πέταξε σ όλη τη χώρα.
4. περνώ, διαβαίνω, φεύγω•дни -ли быстро οι μέρες πέρασαν γρήγορα.
См. также в других словарях:
πελαργός — stork masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργός — Oνομασία μερικών μεγαλόσωμων καλοβατικών πτηνών, της οικογένειας των πελαργιδών. Ο λευκός π. (cinonia ciconia), τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας, γνωστός ως λελέκι, έχει μήκος 1,30 μ. και άνοιγμα φτερών που μπορεί να ξεπεράσει τα 2,20 μ. Το… … Dictionary of Greek
πελαργός — ο θηλ. πελαργίνα μεγαλόσωμο πουλί που έρχεται στην Ελλάδα μαζί με τα χελιδόνια, λέλεκας, λελέκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πελαργοῖς — πελαργός stork masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργοί — πελαργός stork masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργοῦ — πελαργός stork masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργούς — πελαργός stork masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργέ — πελαργός stork masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργῶν — πελαργός stork masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργῷ — πελαργός stork masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργόν — πελαργός stork masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)