Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πελίκη

См. также в других словарях:

  • πελίκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελίκη — και αιολ. τ. πελίκα, ἡ, Α (κατά τον Πολυδ.) 1. «λεκάνη» 2. «χοῡς». [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλιξ, ικος*] …   Dictionary of Greek

  • πελίκην — πελίκη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Πέλλας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας βρίσκεται απέναντι από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας Πέλλας (Εθνική οδός Θεσσαλονίκης Έδεσσας) και στεγάζει σε τρεις αίθουσες τα σημαντικότερα ευρήματα της πόλης, που από τον 5ο αι. π.Χ. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Μπενάκειο — Το Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζεται σε μια οικία που χτίστηκε το 1742 και είναι από τα πιο αξιόλογα ιστορικά κτίρια της Καλαμάτας (Παπάζογλου 6). Το κτίριο δωρήθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία από τον Αντώνιο Μπενάκη, ιδρυτή του ομώνυμου… …   Dictionary of Greek

  • Liste der Formen, Typen und Varianten der antiken griechischen Fein- und Gebrauchskeramik — Keramik verschiedener Formen und Stile als Grabbeigaben eines Kindergrabes im Archäologischen Nationalmuseum Athen …   Deutsch Wikipedia

  • Tipología de vasos griegos — Ceramicas de diferentes formas y estilos como complementos en una tumba infantil en el Museo Nacional Arqueológico de Atenas …   Wikipedia Español

  • Пелика — Краснофигурная пелика вазописца Полигнота. Юноша рассчитывается с гетерой. Ок. 430 г. до н. э. Пелика (др. греч. πελίκη)  двуручный сосуд плавных очертаний …   Википедия

  • Типология форм древнегреческих ваз — См. также: Вазопись Древней Греции Типология форм древнегреческих ваз представляет большое разнообразие. Форма древнегреческих ваз соответствовала прикладному назначению и менялась почти до бесконечности, в зависимости от места и времени… …   Википедия

  • θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… …   Dictionary of Greek

  • πελίκα — ἡ, Α (αιολ. τ.) βλ. πελίκη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»