Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πελέκεως

См. также в других словарях:

  • πελέκεως — πελέκεω̆ς , πέλεκυς axe fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτοπέλεκυ — ο είδος πελέκεως με κυρτό σιδερένιο έλασμα, τον οποίο χρησιμοποιούν οι ξυλοκόποι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + πέλεκυς (πρβλ. σφυρο πέλεκυς)] …   Dictionary of Greek

  • κύβηλις — κύβηλις, εως, ἡ (Α) 1. είδος πελέκεως 2. τρίφτης τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • λιθοδόμος — (Lithodomus). Γένος διθύρων μαλακίων της οικογένειας των μυτιλιδών. Είναι γνωστό και με την ονομασία Lithophagus, καθώς και με την κοινή ονομασία χουρμάς της θάλασσας. Το σώμα του έχει μήκος 4 8 εκ. και περικλείεται σε δύο όμοια οστρακώδη… …   Dictionary of Greek

  • πέλεκκον — τὸ, και πέλεκκος, ὁ, Α η λαβή τού πελέκεως, το στειλιάρι («εἵλετο... ἀξίνην... ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκῳ μακρῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *πέλεκ F ον < πέλεκυς (πρβλ. λάκκος < *λάκFος)] …   Dictionary of Greek

  • πέλυξ — (I) υκος, ὁ, Α ξύλινο αγγείο, πλατύ στον πυθμένα και στενότερο στο στόμιο, το οποίο χρησίμευε κατά την αρχαιότητα για άρμεγμα, η πέλλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πέλλα (Ι) «δοχείο για άρμεγμα» κατά το κάλυξ]. (II) υκος, ὁ, ΑΜ είδος πελέκεως.… …   Dictionary of Greek

  • πελεκίνος — ο / πελεκῑνος, ΝΑ σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα διπλού πελέκεως αρχ. 1. είδος τού πτηνού πελεκάνος («ὄρνισι... πορφυρίωνι καὶ πελεκᾱντι καὶ πελεκίνῳ», Αριστοφ.) 2. είδος φυτού τού οποίου τα σπέρματα μοιάζουν με πέλεκυ… …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • στόμωση — η / στόμωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στομῶ / ώνω] η σκλήρυνση τού σιδήρου ή σιδερένιων εργαλείων με βύθισή τους σε κρύο νερό, ενώ είναι πυρακτωμένα, η μεταβολή τους σε χάλυβα, βαφή, βάψιμο, ατσάλωμα («στόμωσις πελέκεως», Πλούτ.) αρχ. 1. διάνοιξη οργάνου τού …   Dictionary of Greek

  • σφυροπέλεκυς — ελέκεως, ο, ΝΑ εργαλείο τού οποίου το ένα άκρο έχει σχήμα σφύρας ενώ το άλλο σχήμα πελέκεως νεοελλ. είδος σκεπαρνιού με σχισμή στο κέντρο τής λεπίδας του για την εξαγωγή καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + πέλεκυς] …   Dictionary of Greek

  • τραχάς — ο, Ν 1. είδος πελέκεως, τσεκούρι 2. πτυσσόμενο κυρτό μαχαιρίδιο χρήσιμο για το κλάδεμα, κλαδευτήρι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»