-
1 πελέκεως
πελέκεω̆ς, πέλεκυςaxe: fem gen sg -
2 δίστομος
A double-mouthed, with two entrances,πέτρα S.Ph.16
; δ. ὁδοί double-branching roads, Id.OC 900; so of rivers with two mouths, Plb.34.10.5; with two harbours, Hsch.II of a weapon, two-edged, ;πελέκεως γένυς Id.Fr.530.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίστομος
-
3 πέλεκυς
Aπελέκυος Hdn.
Gr.2.707), ὁ, acc.πέλεκυν Od.5.234
, etc.: dat. pl. πελέκεσι, [dialect] Ep.πελέκεσσι Il. 13.391
:—two-edged axe for felling trees, opp. ἡμιπέλεκκον (q.v.),π... χάλκεος, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένος Od.5.234
;ὑλοτόμους πελέκεας Il.23.114
;ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι 13.391
, cf. Pi. O.7.36, P.4.263, E.Fr.472.6 (anap.) ;π. ξυλοκό πος X. Cyr.6.2.36
, etc.2 battle-axe,πελέκεσσι καὶ ἀξίνῃσι μάχοντο Il.15.711
;οὐ δόρασι μάχεσθαι, ἀλλὰ καὶ πελέκεσι Hdt.7.135
;πελέκεως δίστομος γένυς E. Fr.530.5
; sacrificial axe, Il.17.520, Od.3.442 ; executioner's axe, Trag.Adesp.412 ; Τενέδιος π., prov. of impartial and over-harsh justice, Arist. Fr. 593 ; or of summary justice by 'cutting the knot', from the story of Tennes, St.Byz. s.v. Τένεδος (also ὁ Τέννου π. Conon 28) ; τοὺς π. ἀπέλυσε τῶν ῥάβδων took the axes from the fasces of the lictors, Plu. Publ.10, cf. Plb.6.53.8.3 as an image of perseverance,κραδίη π. ὣς.. ἀτειρής Il.3.60
.4 "ἀσκός, π." in a child's game, Thphr. Char.5.5.5 nickname in Com.Adesp.824 ; cf. πρίων.II a geometrical figure, like the head of a double axe, title of AP15.22 (Simm.). (Cf. Skt. paraśús ; loanword from Bab. pila[kudot ][kudot ], Sumer. balag 'axe'.) [The [pron. full] ῠ of nom. and acc. sg. is in Hom. sts. lengthd., Il.3.60, 17.520 : acc. pl. πελέκεας is in Hom. always trisyll., ?πέλεκυςX ?πέλεκυςX ¯.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέλεκυς
-
4 στόμωσις
A hardening of iron, making it into steel, PCair.Zen.782 (a).54 (iii B.C.), Supp.Epigr.4.447.42 (Didyma, ii B.C.);πελέκεως Plu.2.156b
;δεῖσθαι στομώσεως Muson.Fr.18
Ap.97H.;ὁ σίδηρος δέχεται τὴν στόμωσιν Plu.2.73c
; metaph., στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν a mouth that hath much hardness of tongue, S.OC 795; of the formation of the soul,καθάπερ στομώσει τῇ περιψύξει τοῦ πνεύματος μεταβαλόντος Chrysipp.Stoic.2.222
; strengthening, Dam.Pr. 414.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στόμωσις
-
5 τομή
A end left after cutting, stump of a tree, ἐπεὶ δὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν [τὸ σκῆπτρον] Il.1.235; ῥιζῶν τομαί the ends of the roots ( left by cutting away the tree), S.Fr.534.5 (anap.); ὀπὸν.. στάζοντα τομῆς ib.2; δοκοῦ τ. end of a beam, Th.2.76;ἡ τοῦ καλάμου τ. Thphr.HP4.11.7
, cf. Theoc.10.46; λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι stones cut square, Th.1.93 (sed leg. ἐντομῇ) ; σκέψαι τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον having fitted the lock to the place from which it was cut, A.Ch. 229 ( σκέψαιτο μὴ cod. M, distinxit Turnebus); πρὸς τὴν τ. μεταστρέφειν to the cut, Pl.Smp. 190e, cf. Arist.HA 532a4.b Ταύροιο τ. prob. = προτομή 1, Arat. 322.2 Math., section, as a circle is the section of a sphere, a conic section of the cone, Arist.Mete. 375b32, Pr. 912a13, cf. App.Anth.4.74 ([place name] Synesius); with or without κοινή, the line in which two planes cut each other, Arist.Metaph. 1060b14, Euc.11.16, Archim. Con.Sph.11, al., Apollon.Perg.Con.1.4, etc.; point of intersection of two lines, Archim.Spir.20, al., Ptol.Alm.3.3, etc.: abstract use, περὶ διωρισμένης τ. On determinate section, name of lost treatise of Apollon.Perg.; τὰ περὶ τὴν τ. the theorems about the section (sc. in extreme and mean ratio), Procl.in Euc.p.67 F.:—in conic sections, τομαὶ ἀντικείμεναι opposite sections, i.e. branches of hyperbola, Apollon.Perg.Con.2.15; συζυγεῖς τ. conjugate sections of hyperbolas, ib.17.3 incision or insection between parts of an insect's body (whence their name of ἔντομα), Arist.PA 682b25.4 ἡ εἰς ἄπειρον τ. infinite divisibility, Epicur.Ep.1p.16U.II cutting, cleaving, ἐν τομᾷ σιδάρου by stroke of iron, S.Tr. 887 (lyr.);πελέκεως τ. E.El. 160
(lyr.);φασγάνου τομαί Id.Or. 1101
; cutting off or down, ; vine-cutting, PCair.Zen. 736.29 (iii B.C.); cutting up,εἰς τ. καὶ προσαγωγὴν χάλικος PPetr.3p.290
(iii B.C.); hewing,λίθων IG12.336.7
, 11, SIG244 ii 58 (Delph., iv B.C.), IG42(1).106i19, al. (Epid., iv B.C.).2 use of the knife in surgery, Hp.VC13; ;οὔτε τ. οὔτε καῦσις Hp.Art.62
;σιδήρου τ. Sor.1.80
: pl., Pi.P.3.53, E.Fr.403.6;τὰς θεραπείας.. διὰ καύσεών τε καὶ τομῶν Pl.Prt. 354a
, cf. Ti. 65b.3 castration, Luc. Philops.2.7 αἱ τ. τῆς γῆς, i.e. canals, Lib. Or.18.232.III severance, separation,τ. καὶ διάκρισις Pl.Ti. 61d
, cf. 80e; of number, division, Id.Lg. 738a; τομὴν ἔχειν ἔν τινι to admit a distinction in.., ib. 944b; χρονικαὶ τ. distinctions of tenses, A.D.Synt.10.18; process of division (sc. μεγέθους), Nicom. Ar.1.2.3 metaph., conciseness or precision in expression, Eun.VSp.461B.4 τ. πράγματος, = decisio, Gloss.IV a cut, wound, Arist.HA 632a18, Aen.Tact.11.14: metaph., wound,πόλις δεδεγμένη τ. Plu.Cor.16
, cf. Per.11.2 caesura in verse, Aristid.Quint.1.24; more generally, break between successive words, Hermog.Id.2.10, Heph.15.2, al., Eust.740.1.
См. также в других словарях:
πελέκεως — πελέκεω̆ς , πέλεκυς axe fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτοπέλεκυ — ο είδος πελέκεως με κυρτό σιδερένιο έλασμα, τον οποίο χρησιμοποιούν οι ξυλοκόποι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + πέλεκυς (πρβλ. σφυρο πέλεκυς)] … Dictionary of Greek
κύβηλις — κύβηλις, εως, ἡ (Α) 1. είδος πελέκεως 2. τρίφτης τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
λιθοδόμος — (Lithodomus). Γένος διθύρων μαλακίων της οικογένειας των μυτιλιδών. Είναι γνωστό και με την ονομασία Lithophagus, καθώς και με την κοινή ονομασία χουρμάς της θάλασσας. Το σώμα του έχει μήκος 4 8 εκ. και περικλείεται σε δύο όμοια οστρακώδη… … Dictionary of Greek
πέλεκκον — τὸ, και πέλεκκος, ὁ, Α η λαβή τού πελέκεως, το στειλιάρι («εἵλετο... ἀξίνην... ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκῳ μακρῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *πέλεκ F ον < πέλεκυς (πρβλ. λάκκος < *λάκFος)] … Dictionary of Greek
πέλυξ — (I) υκος, ὁ, Α ξύλινο αγγείο, πλατύ στον πυθμένα και στενότερο στο στόμιο, το οποίο χρησίμευε κατά την αρχαιότητα για άρμεγμα, η πέλλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πέλλα (Ι) «δοχείο για άρμεγμα» κατά το κάλυξ]. (II) υκος, ὁ, ΑΜ είδος πελέκεως.… … Dictionary of Greek
πελεκίνος — ο / πελεκῑνος, ΝΑ σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα διπλού πελέκεως αρχ. 1. είδος τού πτηνού πελεκάνος («ὄρνισι... πορφυρίωνι καὶ πελεκᾱντι καὶ πελεκίνῳ», Αριστοφ.) 2. είδος φυτού τού οποίου τα σπέρματα μοιάζουν με πέλεκυ… … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
στόμωση — η / στόμωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στομῶ / ώνω] η σκλήρυνση τού σιδήρου ή σιδερένιων εργαλείων με βύθισή τους σε κρύο νερό, ενώ είναι πυρακτωμένα, η μεταβολή τους σε χάλυβα, βαφή, βάψιμο, ατσάλωμα («στόμωσις πελέκεως», Πλούτ.) αρχ. 1. διάνοιξη οργάνου τού … Dictionary of Greek
σφυροπέλεκυς — ελέκεως, ο, ΝΑ εργαλείο τού οποίου το ένα άκρο έχει σχήμα σφύρας ενώ το άλλο σχήμα πελέκεως νεοελλ. είδος σκεπαρνιού με σχισμή στο κέντρο τής λεπίδας του για την εξαγωγή καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + πέλεκυς] … Dictionary of Greek
τραχάς — ο, Ν 1. είδος πελέκεως, τσεκούρι 2. πτυσσόμενο κυρτό μαχαιρίδιο χρήσιμο για το κλάδεμα, κλαδευτήρι … Dictionary of Greek