-
1 ὀρει-τύπος
ὀρει-τύπος, in den Gebirgen hauend; Holz fällend, Pers. Theb. 7 (VII, 445), wo auf dem Grabe als Zeichen ihres Gewerbes δουροτόμοι πελέκεις abgebildet sind; Steine behauend, übh. Bergarbeit verrichtend (?). – Aber ὀρειτύποι Γίγαντες sind die Giganten, welche mit abgerissenen Bergspitzen um sich schlagen, poet. in VLL.
-
2 ὄγκιον
-
3 ἐν-εργός
ἐν-εργός, arbeitend, handelnd, wirksam (ἐν ἔργῳ ὤν, eigtl. in der Ausübung seiner Thätigkeit seiend); μηδὲ δικαστὰς ἐνεργοὺς ὄντας οἴνου γεύεσϑαι Plat. Legg. II, 674 b; στράτευμα Xen. Cyr. 2, 2, 23; ὅπως ἤν τι δέῃ ὁδοποιΐας εὐϑὺς ἐνεργοὶ ἦτε, gleich Hand anleget, 6, 2, 36; Ggstz σχολὴν ἄγειν, Luc. Hermot. 1; περί τι, Pol. 3, 17, 4 u. a. Sp., Etwas betreiben; bes. vom Kaufmann, z. B. Dem. 35, 7, wo Leute sich Geld leihen, ὅπως ἐνεργοὶ ὦσι (vgl. Her. 8, 26 ἄνδρες βίου δεόμενοι καὶ ἐν. βουλόμενοι εἶναι, die Etwas verdienen wollen); vom Gelde, χρήματα ἐνεργά, im Ggstz von ἀργά, Geld, das arbeitet, Zinsen trägt, Dem. 27, 7; τὸ δάνειον ἐνεργὸν ποιεῖν εἰς Αἴγυπτον 56, 29; vgl. Xen. Hier. 11, 4. Auch sonst von Dingen; ἡμέρα, Werkeltag, Her. 8, 26; γῆ, χώρα, Xen. Cyr. 5, 4, 12. 8, 6, 8 Hell. 4, 4, 1, fruchtbringendes, also bestelltes Land, im Ggstz des ἀργός, Cyr. 3, 2, 9; χώρας ἐνεργοὺς ποιεῖν Oec. 4, 17; πεδίον πολλαῖς ἐνεργὸν ἀνϑρώπων μυριάσι, das für viele Tausende Frucht bringt, Plut. Caes. 58; von Bergwerken, ergiebig, Xen. Vect. 4, 2; ὑσσοί Pol. 1, 40, 12; πελέκεις D. Sic. 5, 39; von Heilmitteln, Medic.; πορεία, angestrengter Marsch, Pol. 5, 8, 3; πολιορκία u. ä., Pol., bei dem oft die v. l. ἐνεργής sich findet. – Adv. ἐνεργῶς, z. B. μάχεσϑαι, mit Anstrengung, tüchtig, Xen. Hem. 3, 4, 11; ἐνεργότερον ἅψασϑαι πολέμου D. Sic. 12, 67, v. l. ἐναργέστερον.
См. также в других словарях:
πελέκεις — πέλεκυς axe fem nom/voc pl (attic epic) πελεκάω hew imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ηρακλείου — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Hρακλείου (Ξανθουδίδου 1, Hράκλειο) είναι ένα από τα πιο πλούσια και σημαντικά αρχαιολογικά μουσεία της Eλλάδας. Στις αίθουσές του εκτίθενται ευρήματα από την προϊστορική ως τη ρωμαϊκή εποχή, που προέρχονται από ανασκαφές… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
πελέκι — Κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στα εργαλεία που χρησιμοποίησε ο προϊστορικός άνθρωπος. Εμφανίστηκε από τη νεολιθική εποχή, όταν η ανάπτυξη της γεωργίας ανάγκασε τον άνθρωπο να ξεχερσώσει τα απέραντα δάση των εύκρατων χωρών για να δημιουργήσει… … Dictionary of Greek
RHENUS — German. der Rhein, vel Rhyn, Gall. le Rhin, Batavis de Rhyn, notissimus, et maximus Germaniae post Danubi um fluvius, illam a Gallia disterminans, a lacu Constantiensi Basileam usque, postquam prius Rhetos ab Helvetia, a fontibus nempe usque ad… … Hofmann J. Lexicon universale
SATELLES — in Glossis Graeco Lat. Βασιλικοῦ σώματος φύλαξ, Imperatorii seu Regii corporis custos. Solebant enim illi Regium solium circumdare et Principis latus tueri. Unde Stat. Theb. l. 2. v. 384. de Etheocle, Ibi durum Etheoclea cernit Sublimen solio,… … Hofmann J. Lexicon universale
Τροία — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… … Dictionary of Greek
Φαίστος — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… … Dictionary of Greek