-
1 πελαγισμός
πελαγισμός, ὁ, = ναυσία, Seekrankheit, gew. im plur., Alciphr. 2, 4. Auch πελάγισμα, Tzetz.
См. также в других словарях:
πελάγισμα — τὸ, Μ [πελαγίζω] πλημμύρα, πλημμύρισμα … Dictionary of Greek
1 πελαγισμός
πελαγισμός, ὁ, = ναυσία, Seekrankheit, gew. im plur., Alciphr. 2, 4. Auch πελάγισμα, Tzetz.
πελάγισμα — τὸ, Μ [πελαγίζω] πλημμύρα, πλημμύρισμα … Dictionary of Greek