-
1 πεισίβροτος
πεισί-βροτος, ον,A persuading mortals, π. βάκτρον, i. e. the sceptre, A.Ch. 362 (lyr., πισίμβροτον cod. [voice] Med.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεισίβροτος
-
2 πεισιβροτος
См. также в других словарях:
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
πεισίβροτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που πείθει τους ανθρώπους, που τούς κάνει ευπειθείς, υπάκουους («πεισίβροτον βάκτρον» το σκήπτρο, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι (< πείθω, πρβλ. πεῖσις (II), συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, + βροτός] … Dictionary of Greek