-
1 πεισματώνω
[пизмаггоно] р. упрямиться, упорствовать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πεισματώνω
-
2 упрямиться
-
3 раздосадовать
-
4 вломиться
вломитьсясов см. вламываться· ◊ \вломиться в амбицию θίγομαι, πεισματώνω. -
5 упрямиться
упря||митьсянесов πεισμώνω, ίσχυρογνωμω, πεισματώνω, πεισματώνο-μαι. -
6 артачиться
-чусь, -чишьсяρ.δ.δυστροπώ, αντιστέκομαι, πεισματώνω, καπριτσώνω. || επιμένω, εξακολουθώ να κρατώ το πείσμα μου. -
7 досадить
-
8 досадовать
-дута, -дуешьρ.δ.θλίβομαι, χολώνομαι, στενοχωριέμαι, πεισματώνω, χολιάζω. -
9 дурить
-рю, -ришьρ.δ.εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, κάνω άπρεπειες, τρελλες. || καπριτσώνω, κάνω καπρίτσια• πεισματώνω•лошадь -ит το άλογο κάνει καπρίτσια.
εκφρ.дурить голову кому – σκοτίζω το κεφάλι κάποιου, θολώνω τα μυαλά. -
10 дуть
дуть 1дую, дуешь, ρ.δ.1. φυσώ, πνέω•-ет сильный ветер φυσά δυνατός άνεμος•
в это окно -ет απ' αυτό το παράθυρο φυσά•
дуть в трубку φυσώ στο σωλήνα.
2. μτφ. κατασκευάζω με φύσημα•дуть бутылки φυσώ μποκάλια.
4. φουσκώνω, διογκώνω.5. πράττω, επιδίδομαι με ζήλο. || πίνω πολύ, κατεβάζω•дуть водку πίνω πολλή βότκα.
|| μτφ. ξυλοκοπώ, ξυλοφορτώνω, φουσκώνω στο ξύλο.εκφρ.дуть губы (губки) – φυσώ από το κακό•и в ус (себе) не дуть καρφί δε μου καίγεται, δε με νοιάζει, καθόλου.φουσκώνω, διογκώνομαι•живот -лся φούσκωνε η κοιλία.
|| μτφ. περηφανεύομαι, κορδώνομαι, φουσκώνω σαν το γάλο. || πεισματώνω, γινατώνω, φουρκίζομαι, τσατίζομαι. || παίζω με πάθος•дуть в карты παίζω με μανία τα χαρτιά.
дуть 2-Я ουδ. (τεχ.) φυσητήρας. || φύσημα (κατασκευής γυαλιού). -
11 ерепениться
-нгась, -нишьсяρ.δ.(απλ.) πεισμώνω, πεισματώνω, καπριτσώνω. -
12 корячиться
-чусь, -чишьсяρ.δ. (απλ.) κάθομαι ανακάρκουδα. || μτφ. ισχυρογνωμώ, πεισματώνω, εναντιώνομαι. -
13 кочевряжиться
-жусь, -жишьсяρ.δ. (απλ.) ισχυρογνωμώ, πεισματώνω, καπριτσώνω. -
14 ломать
ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ломанный, βρ: -ман, -а, -оρ.δ. μ.1. σπάζω, τσακίζω, θραύω θλω•ломать камни σπάζω πέτρες•
ветер ломает деревья ο άνεμος σπάζει τα δέντρα.
|| κατεδαφίζω, γκρεμίζω•ломать старый дом γκρεμίζω το παλαιό σπίτι, αχρηστεύω, χαλνώ•
ломать игрушки σπάζω τα παιγνίδια.
2. (απλ.) σακατεύω, τσακίζω.3. συντρίβω, θρυμματίζω•-каменную соль θρυμματίζω το ορυκτό αλάτι.
4. μτφ. αποβάλλω, απορρίπτω, δεν παραδέχομαι•ломать старые обычаи αποβάλλω τις παλαιές συνήθειες.
|| αλλάζω, μεταβάλλω απότομα•ломать характер αλλάζω απότομα το χαρακτήρα•
ломать мысли у людей αλλάζω τις σκέψεις των ανθρώπων.
|| καταστρέφω, χαλνώ• χειροτερεύω•ломать карьеру χαλνώ την καριέρα•
он нашу жизнь -ет αυτός μας χειροτερεύει τη ζωή μας.
5. μτφ. (για ομιλία, γλώσσα) κακοπροφέρω, μιλώ άσχημα, σκοτώνω.6. (για ασθένειες) κόβω, σφάζω, πονώ•меня всего -ет με σφάζει όλο το κορμί•
-ет, должно быть, изменится погода πονώ, θα έχομε αλλαγή του «αιρού.
7. (απλ.) ζεθεώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι.εκφρ.- голову над чем – σπάζω (βασανίζω) το κεφάλι μου για κάτι•ломать горб ή спину – ξεπατώνω στη δουλειά•ломать копья – συζητώ ζωηρά, έντονα, υποστηρίζω εκίρονα•ломать руки ή пальцы – στηθοκοπιέμαι, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι•ломать ряды ή строй – χαλνώ (παραβιάζω) τη γραμμή, τη σειρά•ломать шапку перед кем – υποκλίνομαι, χαμερπώς.1. σπάζω, θραύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. лёд -ется ο πάγος σπάζει.2. αλλάζω•голос -ется η φωνή αλλάζει.
3. καπριτσώνω, πεισματώνω. || κάνω καμώματα, νάζια, ακκίζομαι. -
15 покочевряжиться
ρ.σ. (απλ.) πεισμώνω•πεισματώνω• καπριτσώνω. -
16 раззадорить
-рго -ришьρ.σ.μ.ερεθίζω, αψώνω, διεγείρω• προκαλώ• γινατώνω.αψώνω, το βάζω πείσμα, γινάτι, πεισματώνω. -
17 упрямиться
-млюсь, -мишьсяρ.δ. πεισματώνω, γινατεύομαι, γινατώνω. -
18 фуфыриться
-рюсь, -ришьсяρ.δ.1. παλ. θυμώνω, αψώνω, κακιώνω• πεισματώνω, γινατώ-νω.2. (απλ.) βλ. франтить.3. ξιπάζομαι, επαίρομαι, κομπάζω.
См. также в других словарях:
πεισματώνω — και πεισμώνω, πεισμάτωσα και πείσμωσα, πεισματωμένος και πεισμωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πεισματώνω — και πεισμώνω πεισμάτωσα και πείσμωσα, πεισματώθηκα και πεισμώθηκα, πεισματωμένος και πεισμωμένος 1. προκαλώ την αντίδραση, το πείσμα κάποιου. 2. αμτβ., βάζω πείσμα, γίνομαι ισχυρογνώμονας: Πεισμάτωσαν τον άνθρωπο και δεν τους μιλάει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεισματώνω — [πείσμα, ατος (Ι)] 1. κάνω κάποιον να βάλει πείσμα, προκαλώ το πείσμα του, την πείσμονα αντίδρασή του, τόν εξερεθίζω, τόν εξοργίζω 2. (αμτβ.) βάζω πείσμα, θυμώνω, φανατίζομαι, εξοργίζομαι … Dictionary of Greek
πεισμώνω — πεισματώνω και πεισμώνω, πεισμάτωσα και πείσμωσα, πεισματωμένος και πεισμωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πεισμάτωμα — το [πεισματώνω] το αποτέλεσμα τού πεισματώνω, το να γίνεται κανείς πείσμονας ή το να κάνει κάποιον για να πεισμώσει … Dictionary of Greek
πεισμώνω — [πείσμα (Ι)] 1. κάνω κάποιον πείσμονα, πεισματάρη, πεισματώνω κάποιον 2. γίνομαι πείσμων, ισχυρογνώμων, επίμονος, προκαλείται μέσα μου πεισματική αντίδραση («πείσμωσε και δεν μιλάει σε κανέναν» 3. φρ. «πεισμωμένη μάχη» η μάχη που γίνεται με… … Dictionary of Greek
γινατώνω — γινάτωσα, γινατωμένος, πεισματώνω, θυμώνω: Αν δεν της κάνεις το χατίρι, γινατώνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεισμάτωμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του πεισματώνω, ισχυρογνωμοσύνη, έντονη εμμονή σε μια γνώμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεισμώνω — βλ. πεισματώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικάρω — (λ. ιταλ.), πικάρισα, πικαρίστηκα, πικαρισμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να πειραχτεί, θυμώνω κάποιον, τον πεισματώνω: Μην τον πικάρεις κάθε τόσο με τα λόγια σου. 2. αμτβ., πεισμώνω, θυμώνω, πειράζομαι, θίγομαι: Πικαρίστηκα μ αυτό που μου έκανε και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουρκίζω — φούρκισα, φουρκίστηκα, φουρκισμένος 1. στυλώνω (κλαδιά δέντρου) με διχαλωτή φούρκα, με διχαλωτό πάσσαλο: Φουρκίζουν τα κλαριά της μηλιάς. 2. κρεμώ στη φούρκα, απαγχονίζω: Κι ο κύρης τση σαν πιβουλή βάνει να με φουρκίσει (Ερωτόκριτος). 3. εξοργίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)