-
1 πεισι-θάνατος
πεισι-θάνατος, zum Sterben beredend, Sp.
-
2 πεισιθάνατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεισιθάνατος
-
3 πεισιθάνατος
-
4 πεισιθανατος
2убеждающий умирать ( прозвище философа Киренейской школы Гегесия) Diog.L.
См. также в других словарях:
πεισιθάνατος — η, ο / πεισιθάνατος, ον, ΝΜΑ αυτός που πείθει κάποιον να επιθυμήσει τον θάνατο, που προτρέπει στον θάνατο αρχ. επίθετο τού Ηγησία («παραιβάτης οὗ Ηγησίας ὁ Πεισιθάνατος», Διογ. Λαέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι (< πείθω, πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ.… … Dictionary of Greek