-
1 πειρατης
-
2 πειρᾱτής
-
3 πειρᾱτής
πειρᾱτής, ὁ, der Seeräuber oder Kaper, wahrscheinlich weil er alle Schiffe versucht oder angreift -
4 πειρατής
πειρᾱτής, πειρατήςbrigand: masc nom sg -
5 πειρατής
ο пират -
6 πειρατής
пират, морской разбойник -
7 πειρατής
[пиратис] ουσ. а. пират.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πειρατής
-
8 πειρατής
-οῦ ὁ N 1 0-0-1-2-0=3 Hos 6,9; Jb 16,9; 25,3pirate, raider; neol.?Cf. KORN 1937, 8-18 -
9 πειρατής
[пиратис] ουσ α пират. -
10 πειρατής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πειρατής
-
11 πειρατής
aventurier -
12 πειρατής
pirateΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πειρατής
-
13 κολοκυνθο-πειρατής
κολοκυνθο-πειρατής, ὁ, der auf einem Kürbiß fahrende Seeräuber, Luc. V. H. 2, 37.
-
14 ἀρχι-πειρᾱτής
ἀρχι-πειρᾱτής, ὁ, Hauptmann der Seeräuber, Plut. Pomp. 45.
-
15 pirate
πειρατής -
16 πειρατά
πειρᾱτά̱, πειρατήςbrigand: masc nom /voc /acc dualπειρᾱτά, πειρατήςbrigand: masc voc sgπειρᾱτά, πειρατήςbrigand: masc nom sg (epic) -
17 pirata
-
18 πειρατάς
πειρᾱτά̱ς, πειρατήςbrigand: masc acc plπειρᾱτά̱ς, πειρατήςbrigand: masc nom sg (epic doric aeolic) -
19 pirate
1. noun1) (a person who attacks and robs ships at sea: Their ship was attacked by pirates; ( also adjective) a pirate ship.) πειρατής2) (a person who does something without legal right, eg publishes someone else's work as his own or broadcasts without a licence: a pirate radio-station.) πειρατής/πειρατικός2. verb(to publish, broadcast etc without the legal right to do so: The dictionary was pirated and sold abroad.) κυκλοφορώ πειρατικές κόπιες- piracy -
20 pirata
См. также в других словарях:
πειρατής — πειρᾱτής , πειρατής brigand masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρατής — ο, ΝΜΑ [πειρώ / πειρώμαι] ο ληστής τής θάλασσας, αυτός που συλλαμβάνει και ληστεύει εμπορικά πλοία με εξοπλισμένο πλοίο, κουρσάρος («καὶ κατὰ μὲν θάλατταν παραχρῆμα πειρατὰς ἐξέπεμψαν», Πολ.) νεοελλ. αυτός που αποβιβάζεται από πλοίο προσωρινά… … Dictionary of Greek
πειρατής — ο ο ληστής στη θάλασσα, ο κουρσάρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αλλαμός — Πειρατής και τυχοδιώκτης από την Κρήτη. Συνεργάστηκε με τον κόμη της Μάλτας Ερρίκο Πισκατόρε και τους Γενοβέζους για την κατοχή των ακτών της Κρήτης. Με τη βοήθεια του Α., ο Πισκατόρε κατόρθωσε να υποτάξει τους Κρητικούς και να υποχρεώσει τη… … Dictionary of Greek
πειρατά — πειρᾱτά̱ , πειρατής brigand masc nom/voc/acc dual πειρᾱτά , πειρατής brigand masc voc sg πειρᾱτά , πειρατής brigand masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Peiratis Laganas Zakynthos — Football club infobox clubname = Peiratis Laganas Zakynthos Πειρατής Λαγανά Ζακύνθου nickname = fullname = founded = 2006 ground = Zakynthos, Greece capacity = chairman = manager = league = Zakynthos Football Club Association season = 2006 07… … Wikipedia
πειρατεύω — ΝΜΑ [πειρατής] είμαι πειρατής, ασκώ την πειρατεία ως επάγγελμα, κάνω ληστεία στη θάλασσα νεοελλ. μτφ. κλέβω αρχ. 1. (για ληστοσυμμορία) επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου 2. παθ. πειρατεύομαι δέχομαι επίθεση, ληστεύομαι από πειρατές … Dictionary of Greek
προκουρσάριος — ὁ, Μ κουρσάρος, πειρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κουρσάριος «κουρσάρος, πειρατής»] … Dictionary of Greek
Βετράνο, Λέον — (Leon Vetrano, τέλη 12ου – αρχές 13ου αι.). Γενουάτης πειρατής. Πήρε μέρος στις πειρατικές επιχειρήσεις που οργάνωσε ο πειρατής Γαφόρης στα νησιά και τα παράλια του Αιγαίου (1197) και μετά τη συντριβή του Γαφόρη από τον βυζαντινό αντιναύαρχο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Κιντ, Γουίλιαμ — (William Kidd, Γκρίνοκ, Σκοτία 1645 – Λονδίνο 1701). Άγγλος πειρατής, που έμεινε γνωστός ως Κάπτεν Κιντ. Εγκατεστημένος στη Νέα Αγγλία (ΗΠΑ), διακρίθηκε στους αγώνες του εναντίον των Γάλλων στις Αντίλλες και το 1695 διορίστηκε πλοίαρχος με τη… … Dictionary of Greek