Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πειρᾱτεύω

См. также в других словарях:

  • πειρατεύω — ΝΜΑ [πειρατής] είμαι πειρατής, ασκώ την πειρατεία ως επάγγελμα, κάνω ληστεία στη θάλασσα νεοελλ. μτφ. κλέβω αρχ. 1. (για ληστοσυμμορία) επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου 2. παθ. πειρατεύομαι δέχομαι επίθεση, ληστεύομαι από πειρατές …   Dictionary of Greek

  • πειρατεύσει — πειρᾱτεύσει , πειρατεύω to be a pirate aor subj act 3rd sg (epic) πειρᾱτεύσει , πειρατεύω to be a pirate fut ind mid 2nd sg πειρᾱτεύσει , πειρατεύω to be a pirate fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρατεία — Ληστρική πράξη που συνίσταται στην επίθεση εναντίον πλοίων με σκοπό τη λεηλασία τους. Οι αρχές της π. είναι πανάρχαιες. Φοίνικες πειρατές αναφέρονται από τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ ασσυριακές επιγραφές του 8ου και 7ου αι. π.Χ. πληροφορούν για… …   Dictionary of Greek

  • πειρατεύει — πειρᾱτεύει , πειρατεύω to be a pirate pres ind mp 2nd sg πειρᾱτεύει , πειρατεύω to be a pirate pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπειράτευον — ἐπειρά̱τευον , πειρατεύω to be a pirate imperf ind act 3rd pl ἐπειρά̱τευον , πειρατεύω to be a pirate imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… …   Dictionary of Greek

  • πειρατευόμενοι — πειρᾱτευόμενοι , πειρατεύω to be a pirate pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρατεύειν — πειρᾱτεύειν , πειρατεύω to be a pirate pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρατεύεται — πειρᾱτεύεται , πειρατεύω to be a pirate pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρατεύοντας — πειρᾱτεύοντας , πειρατεύω to be a pirate pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρατεύοντες — πειρᾱτεύοντες , πειρατεύω to be a pirate pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»