-
1 πειρητίζω
πειρητίζωattempt: pres subj act 1st sgπειρητίζωattempt: pres ind act 1st sg -
2 πειρητίζω
A attempt, try, prove, abs., Il.15.615, Od.24.221 : c. inf.,ῥήγνυσθαι μέγα τεῖχος.. πειρήτιζον Il. 12.257
; πλήκτρῳ ἐπειρήτιζε touched the strings with it, h.Merc.53, 419.II c. gen. pers., make trial of, συβώτεω πειρητίζων εἰ .. Od.14.459 ; συβώτεω π., ἤ μιν ἔτ' ἐνδυκέως φιλέοι.. ἦ .. 15.304;μή τί μευ, ἠΰτε παιδός.., πειρήτιζε Il.7.235
.2 c. gen. rei,σθένεος καὶ ἀλκῆς Od.22.237
;τόξου 21.124
, 149.III c. acc., στίχας ἀνδρῶν π. attempt, i.e. attack, the lines, Il.12.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πειρητίζω
-
3 πειρητίζω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πειρητίζω
-
4 πειρητίζει
πειρητίζωattempt: pres ind mp 2nd sgπειρητίζωattempt: pres ind act 3rd sg -
5 πειρήτιζε
πειρητίζωattempt: pres imperat act 2nd sgπειρητίζωattempt: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
6 πειρήτιζον
πειρητίζωattempt: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)πειρητίζωattempt: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
7 πειρητίζειν
πειρητίζωattempt: pres inf act (attic epic) -
8 πειρητίζων
πειρητίζωattempt: pres part act masc nom sg -
9 πειρήτιζεν
πειρητίζωattempt: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
10 επειρήτιζε
-
11 ἐπειρήτιζε
См. также в других словарях:
πειρητίζω — attempt pres subj act 1st sg πειρητίζω attempt pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρητίζω — Α (επικ. τ. τού πειράω, ῶ) 1. αποκτώ πείρα, δοκιμάζω, εξετάζω 2. (με απρμφ.) προσπαθώ να... («ῥήγνυσθαι μέγα τεῑχος Ἀχαιῶν πειρήτιζον», Ομ. Ιλ.) 3. (με γεν.) α) διερευνώ, βολιδοσκοπώ κάποιον β) αντιπαρατάσσομαι με κάποιον 5. φρ. α) «πειρητίζω… … Dictionary of Greek
πειρητίζει — πειρητίζω attempt pres ind mp 2nd sg πειρητίζω attempt pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρήτιζε — πειρητίζω attempt pres imperat act 2nd sg πειρητίζω attempt imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρήτιζον — πειρητίζω attempt imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πειρητίζω attempt imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρητίζειν — πειρητίζω attempt pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρητίζων — πειρητίζω attempt pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρήτιζεν — πειρητίζω attempt imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπειρήτιζε — πειρητίζω attempt imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)