-
1 πειρατικώ
-
2 πειρατικῷ
См. также в других словарях:
πειρατικῷ — πειρᾱτικῷ , πειρατικός fit for piracy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πειρατικώ
2 πειρατικῷ
πειρατικῷ — πειρᾱτικῷ , πειρατικός fit for piracy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)