Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πειρατικοῦ

См. также в других словарях:

  • πειρατικοῦ — πειρᾱτικοῦ , πειρατικός fit for piracy masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτεργος — ο (AM κάτεργος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) το κάτεργο i) (παλαιότερα) αχρηστευμένο και ελλιμενισμένο πλοίο, το οποίο χρησίμευε ως φυλακή καταδίκων ii) κάθε πολεμικό πλοίο, γαλέρα και γενικὼς μεγάλο πλοίο β) φρ. i) «καταδίκη σε κάτεργα» βαριά… …   Dictionary of Greek

  • μυοπάρων — ο (Α μυοπάρων, ωνος) νεοελλ. ναυτ. τύπος δίστηλου ιστιοφόρου πλοίου τού παλαιού ναυτικού με πρωραίο πέτασμα που μοιάζει με το πέτασμα τού πάρωνα, αλλά χωρίς σταυρωτή κεραία στον πρυμναίο ιστό, κν. γολετόμπρικο, σκούνα αρχ. είδος ελαφρού… …   Dictionary of Greek

  • Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… …   Dictionary of Greek

  • Πάνου, Γεώργιος — (1770 1863). Φιλικός από τις Σπέτσες. Γενναίος πλοίαρχος, κατάφερε να αποκρούσει με επιτυχία την επίθεση μεγάλου πειρατικού πλοίου, κατόρθωμα για το οποίο διορίστηκε από την Υψηλή Πύλη διοικητής των Σπετσών. Το 1817 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία… …   Dictionary of Greek

  • Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»