-
1 λαυκανία
См. также в других словарях:
πειναλέη — πειναλέος hungry fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 λαυκανία
πειναλέη — πειναλέος hungry fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)