Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πειθοδῐκαιόσῠνος

См. также в других словарях:

  • πειθοδικαιόσυνος — ον, Α αυτός που πείθεται, που υπακούει και πειθαρχεί στο έργο τής δικαιοσύνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ τού πείθω + δικαιοσύνη] …   Dictionary of Greek

  • πειθοδικαιόσυνε — πειθοδικαιόσυνος pleading the cause of justice masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»