-
1 мёртвый
-
2 мёртвый
επ., βρ: мёртв, мертва, мёртво κ. мертво, мёртвы κ. мертвы1. νεκρός, πεθαμένος•-ое тело νεκρό σώμα (πτώμα)•
приказано взять его -го или живого διατάχτηκε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό.
2. μτφ. -ое молчание νεκρική σιγή•мёртвый вид νεκρική όψη•
-ые улицы νεκροί (έρημοι) δρόμοι•
на улице было -о στο δρόμο ήταν νέκρα (καμιά κίνηση)•
мёртвый сезон νεκρή σεζόν, εποχή αναδουλιάς•
-ые знания νεκρές γνώσεις•
-ые краски εξίτηλα χρώματα.
3. ουσ. ο νεκρός, ο πεθαμένος.εκφρ.- ая вода – α) ανεπάρκεια νερού (για κίνηση υδρόμυλου), β) διαλκ. λιμνάζον νερό. γ) νερό θαυματουργό (μυθ.)• -ая голова α) νεκροκεφαλή, β) νυχτοπεταλούδα (πού έχει στη ράχη της σχήματα ομοιάζοντα με νεκροκεφαλές)•- ая зыбь – η φούσκο θαλασσιά•мёртвый капитал – α) νεκρό κεφάλαιο, β) νεκρός πλούτος γνώσεων•- ая петля – α) βρόχος (θηλιά) αγχόνης.4. (αερπ.) το λούπιγκ•- ая точка – (φυσ.) νεκρό σημείο•- ая хватка – α) νεκρικό δάγκωμα σκύλου (κατά το οποίο για πολύ δεν ανοίγουν οι σιαγόνες του), β) επιμονή για επίτευξη•- ая природа – νεκρή φύση•- ое пространство – (στρατ.) το απυρόβλητο, νεκρή γωνία•мёртвый час – ώρα ανάπαυσης(στα θεραπευτήρια)•мёртвый штиль – απόλυτη νηνεμία•мёртвый язык – νεκρή γλώσσα (που δε μιλιέται πια)•мёртвый якорь – η άγκυρα του ναυδέτου (σημαδούρας)•ни жив ни мёртв – μισοπεθαμένος, μισοζώντανος•пить -ую (чашу) – γίνομαι στουπί στο μεθύσι•спать (заснуть, уснуть) -ым сном – πέφτω ψόφιος στον ύπνο, κοιμούμαι βαθιά. -
3 мертвец
мертвецм ὁ νεκρός, ὁ πεθαμένος. -
4 мертвый
мертв||ыйприл νεκρός (тж. перен)/ πεθαμένος, ἄπνους:\мертвый язык ἡ νεκρή γλῶσσα· \мертвыйая точка тех. τό νεκρό σημείο· \мертвый сезон ἡ νεκρή σεζόν, ἡ ἐποχή ἀπ-ραξίας· \мертвыйая тишина ἡ νεκρική σιγή, ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· ◊ \мертвыйая петля ἀβ. τό λούπιγκ· \мертвыйое пространство воен. τό ἀπυ-ρόβλητο[ν]· \мертвыйая зыбь мор. ἡ φουσκοθα-λασσιά· \мертвыйая хватка τό θανάσιμο ἀγκάλιασμα· \мертвый час ἡ ῶρα ἀνάπαυσης· спать \мертвыйым сном κοιμάμαι βαθειά· ни жив ни мертв разг μισοπεθαμένος. -
5 неживой
нежив||ойприл1. (мертвый) νεκρός, πεθαμένος·2. (неодушевленный) ἄψυχος:\неживойая природа ἡ ἄψυχη φύση·3. (вялый) νωθρός / ἀπαθής (апатичный). -
6 умерший
умершийм ὁ πεθαμένος, ὁ θανών, ὁ νεκρός/ ὁ μακαρίτης (покойный). -
7 усопший
усопшийуст.1. прил πεθαμένος·2. м ὁ νεκρός, ὁ μακαρίτης. -
8 мертвый
[μιόρτβυΐ] εκ. νεκρός, πεθαμένος -
9 умерший
[ουμιέρσυΐ] ουσ. α. πεθαμένος -
10 усопший
[ουσόπσυϊ] εκ. πεθαμένος, μακαρίτης -
11 мертвый
[μιόρτβυϊ] επ νεκρός, πεθαμένος -
12 умерший
[ουμιέρσυϊ] ουσ α πεθαμένος -
13 усопший
[ουσόπσυϊ] επ πεθαμένος, μακαρίτης -
14 замертво
-а α.επίρ.: упасть замертво πέφτω νεκρός, πεθαμένος, αναίσθητος. -
15 мёрзлый
επ.1. παγωμένος•-ая грязь παγωμένη λάσπη•
-ое стекло окна το παγωμένο τζάμι του παράθυρου.
2. παλ. πεθαμένος (νεκρός) από το κρύο. || ξεπαγιασμένος. || ευαίσθητος στο κρύο.3. κρύος, ψυχρός, κρυαδερός, παγερός. -
16 мертвец
-а α.ο νεκρός, ο πεθαμένος. -
17 неживой
επ.1. νεκρός, πεθαμένος, άψυχος, άπνοος•младенец родился неживой το βρέφος γεννήθηκε νεκρό.
2. άψυχος, η μη οργανική φύση• τα ορυκτά.3. άτονος, ξέψυχος, -ησμένος•неживой голос ξεψυχισμένη φωνή.
4. μτφ. θαμπός, μουντός•неживой цвет ξεψυχισμένο (μη ζωηρό) χρώμα.
-
18 отпетый
επ. από μτχ.πεθαμένος, νεκρός, μη υπάρχων πιά (ψαλμένος με νεκρώσιμη ακολουθία). || αδιόρθωτος• εμμανής, μανιώδης•лентяй αδιόρθωτος τεμπέλης•
отпетый пьяница αθεράπευτος μεθύστακας.
|| τολμηρός, παράτολμος, απόκοτος, ριψοκίνδυνος. -
19 покойный
επ., βρ: -коен, -коина, -койно.1. ήρεμος, ατάραχος, γαλήνιος, -νεμένος•-ое море γαληνεμένη θάλασσα.
2. ήσυχος•покойный ребёнок ήσυχο παιδάκι•
-ая жизнь ήσυχη ζωή.
3. παλ. βολικός, άνετος, αναπαυτικός (για πράγματα).4. πεθαμένος, μακαρίτης•покойный отец ο μακαρίτης πατέρας•
-ая мать η μακαρίτισσα μητέρα.
ουσ. μακαρίτης•почтить память покойного τιμώ τη μνήμη του μακαρίτη.
εκφρ.будьте -ы – μείνετε ήσυχοι, μην ανησυχείτε. -
20 почивший
ουσ. από μτχ. ο πεθαμένος, ο αποθανών, ο θανών, ο μεταστάς, ο μακαρίτης.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
ήρωας — Mυθικό ον, στο οποίο αποδιδόταν λατρεία στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο ή. διακρινόταν από τη θεότητα, γιατί τον θεωρούσαν θνητό και μόνο μετά τον θάνατό του –έναν θάνατο συχνά ασυνήθιστο– αποκτούσε την ικανότητα να βοηθάει στις ανάγκες τους… … Dictionary of Greek
αποθαίνω — (Μ ἀποθαίνω) πεθαίνω μσν. Ι. 1. (για τον ήλιο) βασιλεύω 2. φονεύω II. (παθ. μτχ.) ἀποθαμένος 1. ο πεθαμένος 2. (ουδ. πληθ.) τ αποθαμένα όλοι οι πεθαμένοι συγγενείς κάποιου (σε ευχή ή κατάρα). [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. απέθανον τού αρχ. αποθνήσκω, χωρίς… … Dictionary of Greek
αποφθίνω — ἀποφθίνω (Α) 1. εξολοθρεύω, αφανίζω 2. κάνω κάτι να εξαφανιστεί 3. (για ασθένειες) προκαλώ ή επιφέρω τον θάνατο 4. εκλείπω, πεθαίνω 5. ( ομαι) πεθαίνω 6. (μτχ.) ἀποφθίμενος πεθαμένος … Dictionary of Greek
θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… … Dictionary of Greek
θνητός — ή, ό (ΑΜ θνητός, ή, όν, Α αιολ. και δωρ. τ. θνατός) 1. αυτός που υπόκειται στον θάνατο, αντίθ. τού αθάνατος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι θνητοί οι άνθρωποι, η ανθρωπότητα, το ανθρώπινο γένος μσν. 1. νεκρός, πεθαμένος 2. δολοφονημένος 3. το αρσ.… … Dictionary of Greek