-
1 πεδο-στιβής
πεδο-στιβής, ές, den Boden betretend; λεώς, im Ggstz der Reiter, Aesch. Pers. 125; κνώδαλα, im Ggstz der πτεροῦντα, der Vögel, Suppl. 978; ὄχος, Eur. Med. 1123, auf dem Lande; πούς, Hel. 1532; auch εὕδομεν πεδοστιβεῖς, auf der Erde, Rhes. 763; sp. D.
-
2 πεδοστιβής
Πεδο-στῐβής, ές,A earth-treading, opp. πτεροῦς, A.Supp. 1000 ; ὄχος, πούς, E. Med. 1123, Hel. 1516 ;ηὕδομεν πεδοστιβεῖς Id.Rh. 763
(s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεδοστιβής
-
3 πεδοστιβής
πεδο-στιβής, ές, den Boden betretend; λεώς, im Ggstz der Reiter; κνώδαλα, im Ggstz der πτεροῦντα, der Vögel; ὄχος, auf dem Lande; auch εὕδομεν πεδοστιβεῖς, auf der Erde -
4 πεδοστιβης
21) идущий по земле, сухопутный(ὄχος Eur.)
2) пеший(λεώς Aesch.)
πεδοστιβεῖ ποδί Eur. — пешком по земле3) наземный(κνώδαλα Aesch.)
εὕδομεν πεδοστιβεῖς Eur. — мы спим на земле
См. также в других словарях:
ηλιοστιβής — ἡλιοστιβής, ές (Α) αυτός που πατιέται από το άρμα τού ήλιου, που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιοφώτιστος («ἡλιοστιβεῑς ἀνατολαί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στιβης (< στείβω «πατώ»). Τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ τής ρίζας… … Dictionary of Greek
θεοστιβής — θεοστιβής, ές (AM) αυτός πάνω στον οποίο βάδισε ο θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. πεδο στιβής, χθονο στιβής] … Dictionary of Greek