-
1 πεδο-κοίτης
πεδο-κοίτης, auf dem Boden, auf der Erde liegend, σίκυον, Philp. 20 (VI, 102).
-
2 πεδοκοίτης
πεδο-κοίτης, auf dem Boden, auf der Erde liegend -
3 πεδοκοιτης
См. также в других словарях:
χαμαικοίτης — ὁ, Α χαμαιεύνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ὀρεσι κοίτης, πεδο κοίτης] … Dictionary of Greek