-
1 πεδαωριστής
πεδᾱωριστής, οῦ, ὁ, [dialect] Aeol. or [dialect] Dor. for ἵππος φρυαγματίας, μετεω- ριστής, Hsch. (fort.[pref] πεδαορ-). [full] πεδεινός,A v. πεδιεινός. [full] πεδέπω, [dialect] Aeol. = μεθέπω (q.v.). [full] πεδέρχομαι, v. μετέρχομαι 111, IV. 5 : [tense] aor. imper. πέδελθε, = ἱκέτευσον, Id. ; subj. πεδέλθῃ, = ἱκετεύῃ, Id. (prob.). [full] πέδευρα· ὕστερα ([dialect] Lacon.), Id., and [full] πέδευρον· ὕστερον, πάλιν, ὀπίσω ([dialect] Lacon.), Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεδαωριστής
См. также в других словарях:
πεδέπω — Α (αιολ. τ.) μεθέπω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. τού μεθέπω < πεδά* + ἕπω (I)] … Dictionary of Greek