Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

παχύ-κνημος

См. также в других словарях:

  • ισόκνημος — ἰσόκνημος, ον (Α) αυτός που έχει ισομήκεις κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κνημος (< κνήμη), πρβλ. ολό κνημος, παχύ κνημος] …   Dictionary of Greek

  • σαπρόκνημος — ον, Α 1. αυτός που προκαλεί σήψη στις κνήμες («σαπρόκνημα ἔλκη», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει σαπρές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + κνημος (< κνήμη), πρβλ. λευκό κνημος, παχύ κνημος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόκνημος — η, ο (Α λεπτόκνημος, ον) αυτός που έχει λεπτές, ισχνές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + κνημος (< κνήμη), πρβλ. δασύ μνημος, παχύ κνημος] …   Dictionary of Greek

  • παχύκνημος — ον, Α αυτός που έχει χοντρές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + κνημος (< κνήμη), πρβλ. λεπτό κνημος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»