-
1 παχυμερή
παχυμερήςconsisting of thick: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)παχυμερήςconsisting of thick: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)παχυμερήςconsisting of thick: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
2 παχυμερῆ
παχυμερήςconsisting of thick: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)παχυμερήςconsisting of thick: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)παχυμερήςconsisting of thick: masc /fem acc sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
παχυμερῆ — παχυμερής consisting of thick neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παχυμερής consisting of thick masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παχυμερής consisting of thick masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μανουήλ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυρας (9ος αι.). Μητροπολίτης Αδριανούπολης επί Λέοντα E’ του Αρμενίου (813 828). Αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους μαζί με άλλους επίσκοπους και λαϊκούς και είχε μαρτυρικό θάνατο (815). Η … Dictionary of Greek
Μετοχίτης, Γεώργιος — (; – 1328). Θεολόγος και διπλωμάτης. Υπήρξε θερμός υποστηρικτής της ένωσης των εκκλησιών, ενώ στα συγγράμματά του εναντιώθηκε με κάθε τρόπο στους αντιπάλους της. Όταν ο πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος καθαιρέθηκε (Ιανουάριος, 1283) ο Μ. εξορίστηκε στο… … Dictionary of Greek
Φιλής — Επώνυμο 2 Βυζαντινών. 1. Αλέξιος. Ευπατρίδης, συγγενής του Μιχαήλ H’ Παλαιολόγου. Κατόρθωσε να νικήσει τους Τούρκους και να αποτρέψει την προέλασή τους έως την πρωτεύουσα. 2. Μανουήλ (1275 – 1345). Ποιητής από την Έφεσο. Διετέλεσε μαθητής και… … Dictionary of Greek