-
1 παυσί-κακος
παυσί-κακος, Uebel stillend, beendigend, Sp.
-
2 παυσίκακος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παυσίκακος
-
3 παυσίκακος
παυσί-κακος, Übel stillend, beendigend
См. также в других словарях:
φυλαξίκακος — ον, Μ αυτός που παίρνει προληπτικά μέτρα, που φυλάγεται από το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φυλάσσω + κακός (πρβλ. μνησίκακος, παυσί κακος)] … Dictionary of Greek