Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παυρίδιος

См. также в других словарях:

  • παυρίδιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παυρίδιος — ίη, ον, Α υποκορ. μικρός, λίγος, βραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος + επίθημα ίδιος. Το επίθ. έχει χρονική σημ. και έχει σχηματιστεί κατά τα επίσης χρονικά ἀΐδιος, αἰφνίδιος] …   Dictionary of Greek

  • παυρίδιον — παυρίδιος masc acc sg παυρίδιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»