-
1 παυρίδιος
-
2 παυρίδιος
См. также в других словарях:
παυρίδιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παυρίδιος — ίη, ον, Α υποκορ. μικρός, λίγος, βραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος + επίθημα ίδιος. Το επίθ. έχει χρονική σημ. και έχει σχηματιστεί κατά τα επίσης χρονικά ἀΐδιος, αἰφνίδιος] … Dictionary of Greek
παυρίδιον — παυρίδιος masc acc sg παυρίδιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)