-
1 πατησής
-
2 πατησῆς
-
3 πατήσης
-
4 πατήσῃς
Βλ. λ. πατήσης
См. также в других словарях:
πατησῆς — πατέω eat fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατήσης — πάτησις treading fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατήσῃς — πατέω eat aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)