-
1 πατρωνυμικος
См. также в других словарях:
μητρωνυμικός — ή, ό (Α μητρωνυμικός, ή, όν) αυτός που σχηματίστηκε από το όνομα τής μητέρας («μητρωνυμικά ονόματα»). επίρρ... μητρονυμικώς και ά με σχηματισμό από το όνομα τής μητέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ωνυμικός (< ωνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. τού … Dictionary of Greek