-
101 πατρωίῃσι
πατρωΐῃσι, πατρώιοςfem dat pl (epic ionic)πατρωΐῃσι, πατρῷοςof: fem dat pl (epic ionic) -
102 πατρώαι
-
103 πατρῷαι
-
104 πατρώαις
-
105 πατρῴαις
-
106 πατρώαν
-
107 πατρῴαν
-
108 πατρώην
-
109 πατρῴην
-
110 πατρώης
-
111 πατρῴης
-
112 πατρώησι
-
113 πατρῴῃσι
-
114 πατρώιαι
-
115 πατρῶιαι
-
116 πατρώι'
πατρώϊα, πατρώιοςneut nom /voc /acc plπατρώϊε, πατρώιοςmasc voc sgπατρώϊαι, πατρώιοςfem nom /voc plπατρῴ̱ᾱͅ, πατρῷοςof: fem dat sg (doric aeolic) -
117 πατρώιαι
πατρώϊαι, πατρώιοςfem nom /voc plπατρῴ̱ᾱͅ, πατρῷοςof: fem dat sg (doric aeolic) -
118 πατρώιαις
πατρῴ̱αις, πατρῷοςof: fem dat pl -
119 πατρώιαν
πατρῴ̱ᾱν, πατρῷοςof: fem acc sg (doric aeolic) -
120 3971
{прил., 3}отцовский, отчий, отеческий.Синонимы: с 3967 ( πατρικός).Ссылки: Деян. 22:3; 24:14; 28:17.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3971
См. также в других словарях:
πατρῷος — of masc nom sg πατρῷος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρωός — stepfather masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρώος — α, ο / πατρῷος, α, ον και πατρώιος, και επικ. και ιων. τ. πατρώιος, η, ον, και πατρόιος, και βοιωτ. τ. πατροῑος και πατρούεος, ον, ΝΜΑ ο προερχόμενος από τους προγόνους, πατροπαράδοτος, κληρονομικός («πατρῴα δόξα», Ξεν.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει… … Dictionary of Greek
πατρωός — ὁ, Α πατρυιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πατρωός μαρτυρείται από την ελληνιστική εποχή και, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί κατά το μητρυιά (πρβλ. πατρυιός) με επίδραση τών κατάλ. τών μτχ. παρακμ. ώς, υῖα, ός. Είναι, όμως, εξίσου πιθανό η λ. να πλάστηκε… … Dictionary of Greek
πάτρωος — πάτρως father s brother masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρῶιος — πατρῷος , πατρῷος of masc nom sg πατρῷος , πατρῷος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρῷον — πατρῷος of masc acc sg πατρῷος of neut nom/voc/acc sg πατρῷος of masc/fem acc sg πατρῷος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρῷα — πατρῷος of neut nom/voc/acc pl πατρῷος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρῷε — πατρῷος of masc voc sg πατρῷος of masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρῷοι — πατρῷος of masc nom/voc pl πατρῷος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρωοί — πατρωός stepfather masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)