-
41 πατρῳοιο
πατρωΐοιο, πατρώιοςmasc /neut gen sg (epic)πατρωΐοιο, πατρῷοςof: masc /neut gen sg (epic ionic)πατρωΐοιο, πατρῷοςof: masc /fem /neut gen sg (epic ionic) -
42 πατρωίας
πατρωΐᾱς, πατρώιοςfem acc plπατρωΐᾱς, πατρώιοςfem gen sg (attic doric aeolic)πατρωΐᾱς, πατρῷοςof: fem acc pl (ionic)πατρωΐᾱς, πατρῷοςof: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
43 πατρωίη
πατρωΐη, πατρώιοςfem nom /voc sg (epic ionic)πατρωΐη, πατρῷοςof: fem nom /voc sg (epic ionic)——————πατρωΐῃ, πατρώιοςfem dat sg (epic ionic)πατρωΐῃ, πατρῷοςof: fem dat sg (epic ionic) -
44 πατρωίους
πατρωΐους, πατρώιοςmasc acc plπατρωΐους, πατρῷοςof: masc acc pl (ionic)πατρωΐους, πατρῷοςof: masc /fem acc pl (ionic) -
45 πατρωίω
πατρωΐῳ, πατρώιοςmasc /neut dat sgπατρωΐῳ, πατρῷοςof: masc /neut dat sg (ionic)πατρωΐῳ, πατρῷοςof: masc /fem /neut dat sg (ionic) -
46 πατρωίῳ
πατρωΐῳ, πατρώιοςmasc /neut dat sgπατρωΐῳ, πατρῷοςof: masc /neut dat sg (ionic)πατρωΐῳ, πατρῷοςof: masc /fem /neut dat sg (ionic) -
47 πατρώας
-
48 πατρῴας
-
49 πατρώε
-
50 πατρῷε
-
51 πατρώη
πατρῴ̱η, πατρῷοςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————πατρῴ̱ῃ, πατρῷοςof: fem dat sg (attic epic ionic) -
52 πατρώια
-
53 πατρῶια
-
54 πατρώιε
-
55 πατρῶιε
-
56 πατρώιοι
-
57 πατρῶιοι
-
58 πατρώοι
-
59 πατρῷοι
-
60 πατρώοιο
πατρῴ̱οιο, πατρῷοςof: masc /neut gen sg (epic)πατρῴ̱οιο, πατρῷοςof: masc /fem /neut gen sg (epic)
См. также в других словарях:
πατρῷος — of masc nom sg πατρῷος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρωός — stepfather masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρώος — α, ο / πατρῷος, α, ον και πατρώιος, και επικ. και ιων. τ. πατρώιος, η, ον, και πατρόιος, και βοιωτ. τ. πατροῑος και πατρούεος, ον, ΝΜΑ ο προερχόμενος από τους προγόνους, πατροπαράδοτος, κληρονομικός («πατρῴα δόξα», Ξεν.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει… … Dictionary of Greek
πατρωός — ὁ, Α πατρυιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πατρωός μαρτυρείται από την ελληνιστική εποχή και, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί κατά το μητρυιά (πρβλ. πατρυιός) με επίδραση τών κατάλ. τών μτχ. παρακμ. ώς, υῖα, ός. Είναι, όμως, εξίσου πιθανό η λ. να πλάστηκε… … Dictionary of Greek
πάτρωος — πάτρως father s brother masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρῶιος — πατρῷος , πατρῷος of masc nom sg πατρῷος , πατρῷος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρῷον — πατρῷος of masc acc sg πατρῷος of neut nom/voc/acc sg πατρῷος of masc/fem acc sg πατρῷος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρῷα — πατρῷος of neut nom/voc/acc pl πατρῷος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρῷε — πατρῷος of masc voc sg πατρῷος of masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρῷοι — πατρῷος of masc nom/voc pl πατρῷος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρωοί — πατρωός stepfather masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)