-
1 πατρωνυμέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατρωνυμέομαι
-
2 πατρωνυμία
πατρωνῠμ-ία, ἡ,A name taken from one's father, patronymic, as Πηλεΐδης, Ἀτρεΐδης, Id.1388.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατρωνυμία
-
3 πατρωνυμικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατρωνυμικός
-
4 πατρωνύμιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατρωνύμιος
-
5 πατρώνυμος
πατρώνῠμ-ος, ον,A named after his father, Quarterly of Dept. of Antiquities in Palestine 1.155 (Gaza, iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατρώνυμος
См. также в других словарях:
Σικελίδης — και δωρ. τ. Σικελίδας, ὁ, Α (προσωνυμία που δόθηκε στον Ασκληπιάδη από τον Θεόκριτο) ο Σικελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σικελός + πατρωνυμ. κατάλ. ίδης*] … Dictionary of Greek