Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πατρο-

См. также в других словарях:

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

  • Papyrus 19 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 19 Name Oxyrhynchus Papyri 1170 Text Matthäusevangelium 10 11 † …   Deutsch Wikipedia

  • ζιζανιοκτόνος — α, ο 1. αυτός που καταστρέφει ή καταπολεμά τα ζιζάνια 2. το ουδ. ως ουσ. το ζιζανιοκτόνο (φάρμακο) χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται στην καταπολέμηση τών ζιζανίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. εντομο κτόνος …   Dictionary of Greek

  • ζωοκτόνος — ο (Α ζῳοκτόνος, ον) αυτός που σκοτώνει ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. αδελφο κτόνος, πατρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • θεοδώρητος — I (4ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, από την Αντιόχεια. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Ιουλιανού (360 363). Η μνήμη του τιμάται στις 3 Μαρτίου. II (Στεμνίτσα, Γορτυνία 1787 – Αθήνα 1843). Επίσκοπος Βρεσθένης, αγωνιστής του 1821. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • θεοπαράδοτος — θεοπαράδοτος, ον (AM) αυτός που παραδόθηκε από τον θεό στους ανθρώπους («θεοπαράδοτος σοφία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + παράδοτος (< παρα δίδωμι), πρβλ. ετοιμο παράδοτος, πατρο παράδοτος] …   Dictionary of Greek

  • θεοποίητος — θεοποίητος, ον (AM) ο πλασμένος από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ποιητος (< ποιώ), πρβλ. πατρο ποίητος, χειρο ποίητος] …   Dictionary of Greek

  • θρησκοπαράδοτος — η, ο αυτός που υπάρχει σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + παράδοτος (< παραδίδωμι), πρβλ. ετοιμο παράδοτος, πατρο παράδοτος] …   Dictionary of Greek

  • ιερακοκτόνος — ἱερακοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει γεράκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + κτόνος < κτείνω (πρβλ. ανδρο κτόνος, πατρο κτόνος)] …   Dictionary of Greek

  • ιεροκτόνος — ο (Μ ἱεροκτόνος, ον) αυτός που φονεύει ιερείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. ανδρο κτόνος, πατρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • ιεροπαράδοτος — ἱεροπαράδοτος, ον (Μ) αυτός που προέρχεται από την ιερά παράδοση («ἱεροπαράδοτα λόγια», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + παράδοτος (< παραδίδωμι), πρβλ. θεο παράδοτος, πατρο παράδοτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»