-
1 πατρο-
-
2 πατρογενης
-
3 πατροδωρητος
-
4 πατροθεν
adv.1) по отцу(ὀνομάζειν τινά Hom.)
π. γιγνώσκειν τινά Plat. — знать кого-л. по отцу2) с прибавлением отчества(ἀναγραφῆναι π. ἐν στήλῃ Her.)
3) со стороны отцаπ. ἀλάστωρ Aesch. — мститель за отца;
π. εὐκταία φάτις Aesch. — отцовское заклятие -
5 πατροκασιγνητος
-
6 πατροκτονεω
-
7 πατροκτονια
-
8 πατροκτονος
I21) отцеубийственный Trag.πατροκτόνον μίασμα Aesch. — мать, оскверненная убийством отца (своих детей) (досл. пятно отцеубийства);
δίκη π. Soph. — возмездие за убийство отца2) убивающий свое дитяIIὅ отцеубийца Soph. -
9 πατρομητωρ
-
10 πατρονομεομαι
-
11 πατρονομια
-
12 πατρονομος
-
13 πατροπαραδοτος
-
14 πατροπατωρ
-
15 πατροστερης
-
16 πατροτυπτης
-
17 πατροτυψια
-
18 πατροφονος
См. также в других словарях:
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek
Papyrus 19 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 19 Name Oxyrhynchus Papyri 1170 Text Matthäusevangelium 10 11 † … Deutsch Wikipedia
ζιζανιοκτόνος — α, ο 1. αυτός που καταστρέφει ή καταπολεμά τα ζιζάνια 2. το ουδ. ως ουσ. το ζιζανιοκτόνο (φάρμακο) χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται στην καταπολέμηση τών ζιζανίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. εντομο κτόνος … Dictionary of Greek
ζωοκτόνος — ο (Α ζῳοκτόνος, ον) αυτός που σκοτώνει ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. αδελφο κτόνος, πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
θεοδώρητος — I (4ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, από την Αντιόχεια. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Ιουλιανού (360 363). Η μνήμη του τιμάται στις 3 Μαρτίου. II (Στεμνίτσα, Γορτυνία 1787 – Αθήνα 1843). Επίσκοπος Βρεσθένης, αγωνιστής του 1821. Μετά… … Dictionary of Greek
θεοπαράδοτος — θεοπαράδοτος, ον (AM) αυτός που παραδόθηκε από τον θεό στους ανθρώπους («θεοπαράδοτος σοφία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + παράδοτος (< παρα δίδωμι), πρβλ. ετοιμο παράδοτος, πατρο παράδοτος] … Dictionary of Greek
θεοποίητος — θεοποίητος, ον (AM) ο πλασμένος από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ποιητος (< ποιώ), πρβλ. πατρο ποίητος, χειρο ποίητος] … Dictionary of Greek
θρησκοπαράδοτος — η, ο αυτός που υπάρχει σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + παράδοτος (< παραδίδωμι), πρβλ. ετοιμο παράδοτος, πατρο παράδοτος] … Dictionary of Greek
ιερακοκτόνος — ἱερακοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει γεράκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + κτόνος < κτείνω (πρβλ. ανδρο κτόνος, πατρο κτόνος)] … Dictionary of Greek
ιεροκτόνος — ο (Μ ἱεροκτόνος, ον) αυτός που φονεύει ιερείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. ανδρο κτόνος, πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
ιεροπαράδοτος — ἱεροπαράδοτος, ον (Μ) αυτός που προέρχεται από την ιερά παράδοση («ἱεροπαράδοτα λόγια», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + παράδοτος (< παραδίδωμι), πρβλ. θεο παράδοτος, πατρο παράδοτος] … Dictionary of Greek