-
1 πατρόνομος
πατρόνομ-ος, ὁ,A member of the council instituted by Cleomenes III at Sparta, IG5(1).32,al., Plu.2.795f, Paus.2.9.1, Philostr. V A4.32 ;ἐπὶ π. σεῶ Λυκούργω IG5
(1).311.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατρόνομος
-
2 πατρονόμους
πατρόνομοςmember of the council: masc acc plπατρονόμοςmasc /fem acc pl -
3 πατρονόμων
πατρόνομοςmember of the council: masc gen plπατρονόμοςmasc /fem /neut gen pl -
4 πατρονόμοι
πατρονόμοςmasc /fem nom /voc pl -
5 πατρονομέω
II [voice] Pass., to be under a patriarchal government, Pl. Lg. 68oe, Plu. Dio 10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατρονομέω
-
6 πατρονομία
πατρονομ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατρονομία
-
7 συμπατρονόμος
συμπατρονόμος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπατρονόμος
См. также в других словарях:
πατρονόμος — ὁ, Α 1. μέλος τού συμβουλίου που ιδρύθηκε στη Σπάρτη από τον Κλεομένη Γ σε αντικατάσταση τής αρχής τών εφόρων και τών γερουσιαστών και το οποίο ασκούσε πατρική κατά κάποιον τρόπο εξουσία και εξακολούθησε να υπάρχει πιθανώς και μετά την… … Dictionary of Greek
πατρονόμους — πατρόνομος member of the council masc acc pl πατρονόμος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρονόμων — πατρόνομος member of the council masc gen pl πατρονόμος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρονόμοι — πατρονόμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek
πατρονομία — ἡ, Α [πατρονόμος] 1. η πατρική εξουσία ή διακυβέρνηση 2. το αξίωμα, η υπηρεσία τού πατρονόμου … Dictionary of Greek
πατρονομικός — ή, όν, Α [πατρονόμος] 1. αυτός που ανήκει στην πατρική διοίκηση, στην πατρική διακυβέρνηση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πατρονομική (ενν. ἀρχή ή τροφή) η πατρική διοίκηση ή ανατροφή … Dictionary of Greek
πατρονομώ — έω, Α [πατρονόμος] 1. (στην αρχ. Σπάρτη) κατέχω το αξίωμα τού πατρονόμου 2. παθ. πατρονομοῡμαι, έομαι βρίσκομαι κάτω από πατρική διοίκηση … Dictionary of Greek
συμπατρονόμος — ὁ, Α [πατρονόμος] (στην αρχαία Σπάρτη) μέλος τού συμβουλίου τών πατρονόμων … Dictionary of Greek