-
1 πατροκτονος
I21) отцеубийственный Trag.πατροκτόνον μίασμα Aesch. — мать, оскверненная убийством отца (своих детей) (досл. пятно отцеубийства);
δίκη π. Soph. — возмездие за убийство отца2) убивающий свое дитяIIὅ отцеубийца Soph. -
2 πατροκτόνος
ο отцеубийца -
3 πατρολετωρ
-
4 πατρολωας
- ου ὅ NT. = πατροκτόνος См. πατροκτονος II
См. также в других словарях:
πατροκτόνος — murdering one s father masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροκτόνος — ο, η / πατροκτόνος, ον, ΝΜΑ αυτός που φονεύει τον πατέρα του αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται στην πατροκτονία (α. «πατροκτόνον μίασμα» το μόλυσμα τής πατροκτονίας, Αισχύλ. β. «πατροκτόνος δίκη» η τιμωρία τής πατροκτονίας, Σοφ.) 2. φρ. «χεὶρ… … Dictionary of Greek
πατροκτόνος — ο ο φονιάς του πατέρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατροκτόνον — πατροκτόνος murdering one s father masc/fem acc sg πατροκτόνος murdering one s father neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροκτόνε — πατροκτόνος murdering one s father masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροκτόνοι — πατροκτόνος murdering one s father masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροκτόνοις — πατροκτόνος murdering one s father masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροκτόνου — πατροκτόνος murdering one s father masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροκτόνους — πατροκτόνος murdering one s father masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροκτόνων — πατροκτόνος murdering one s father masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροκτόνῳ — πατροκτόνος murdering one s father masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)