-
1 πατρι-αρχεύω
πατρι-αρχεύω, = Folgdm, Sp.
-
2 πατριαρχέω,
πατρι-αρχέω, u. πατρι-αρχεύω, ein Patriarch sein -
3 πατριαρχεύω
πατρι-αρχέω, u. πατρι-αρχεύω, ein Patriarch sein
1 πατρι-αρχεύω
πατρι-αρχεύω, = Folgdm, Sp.
2 πατριαρχέω,
3 πατριαρχεύω