-
1 πατριαρχεύω
πατριαρχεύω ρ. αμετβ.быть патриархом, патриаршествоватьΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > πατριαρχεύω
-
2 πατριαρχεύω
αμετ. быть патриархом, патриаршествовать -
3 πατριαρχεύω
πατρι-αρχέω, u. πατρι-αρχεύω, ein Patriarch sein -
4 πατριαρχώ
(ε) см. πατριαρχεύω ι πατρίδ||α [-ίς (-ίδος)] η1) родина, отечество; отчизна;καλή πατριαρχώ — желаю тебе скорого возвращения на родину;
υπέρ πατριαρχώος — или, γιά την πατριαρχώ — за родину;
2) родина, родной город, край, родная сторона;3) земляк;αυτός είναι πατριαρχώ μου — это мой земляк;
4) перен. родина, колыбель;§ γεια σου, πατριαρχώ! — здравствуй, привет, земляк!
См. также в других словарях:
πατριαρχεύω — ΝΜ, και πατριαρχῶ, έω, Μ [πατριάρχης] είμαι πατριάρχης ή εκτελώ τα καθήκοντα τού πατριάρχη, σε περίπτωση θανάτου, απουσίας ή κωλύματος … Dictionary of Greek
πατριαρχεύω — πατριάρχεψα, είμαι πατριάρχης ή κάνω τον πατριάρχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατριαρχώ — πατριαρχῶ, έω Μ [πατριάρχης] πατριαρχεύω … Dictionary of Greek
προπατριαρχεύω — Μ [πατριαρχεύω] είμαι πατριάρχης από πριν ή πριν από κάποιον άλλο … Dictionary of Greek