Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πατριάζω

См. также в других словарях:

  • πατριάζω — Α [πατήρ, τρός] 1. (κατά τον Πολυδ.) «πατριάζειν δὲ τι ἔλεγον οἱ Ἀθηναῑοι τὸ πράττειν τι ἐκ τῶν πατρίων ἐθῶν» 2. μοιάζω με τον πατέρα μου, μιμούμαι τον πατέρα μου, κάνω κάτι όπως αυτός …   Dictionary of Greek

  • πατριάζειν — πατριάζω take after one s father pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριάζουσα — πατριάζω take after one s father pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριῶν — πατριά lineage fem gen pl (ionic) πατριάζω take after one s father fut part act masc voc sg πατριάζω take after one s father fut part act neut nom/voc/acc sg πατριάζω take after one s father fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριᾷ — πατριά lineage fem dat sg (attic doric ionic aeolic) πατριάζω take after one s father fut ind mid 2nd sg (epic) πατριάζω take after one s father fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

  • πατρώζω — και πατρώζω Α βλ. πατριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός κατά το μητρῴζω] …   Dictionary of Greek

  • πατριᾶς — πατριά lineage fem gen sg (attic doric ionic aeolic) πατριᾶ̱ς , πατριάζω take after one s father fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»