-
1 πατραλοιών
-
2 πατραλοιῶν
См. также в других словарях:
πατραλοιῶν — πατραλοίας one who slays masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πατραλοιών
2 πατραλοιῶν
πατραλοιῶν — πατραλοίας one who slays masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)