Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πατράδελφος

См. также в других словарях:

  • πατράδελφος — father s brother masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατράδελφος — ὁ, ΜΑ ο αδελφός τού πατέρα, ο θείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + ἀδελφὸς (πρβλ. μητρ άδελφος)] …   Dictionary of Greek

  • πατραδέλφοις — πατράδελφος father s brother masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατραδέλφου — πατράδελφος father s brother masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατραδέλφους — πατράδελφος father s brother masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατραδέλφων — πατράδελφος father s brother masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατραδέλφῳ — πατράδελφος father s brother masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατράδελφε — πατράδελφος father s brother masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατράδελφοι — πατράδελφος father s brother masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατράδελφον — πατράδελφος father s brother masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»