-
1 πασχητιώντας
-
2 πασχητιῶντας
См. также в других словарях:
πασχητιῶντας — πασχητιάω feel lust pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πασχητιώντας
2 πασχητιῶντας
πασχητιῶντας — πασχητιάω feel lust pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)