-
1 παστός
[пастос] εκ. засоленный, соленый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παστός
-
2 солёный
-
3 соленый
солен||ыйприл ἀλμυρός, ἀλατισμένος, παστός:\соленыйая вода τό ἀλμυρό νερό· \соленыйые огурцы ти́ ἀγγούρια τουρσί.
См. также в других словарях:
παστός — sprinkled with salt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστός — Ονομασία που χαρακτήριζε στους αρχαίους Έλληνες τον νυφικό θάλαμο, τον κοιτώνα, το ξόανο του θεού, καθώς και ένα είδος φερέτρου, όπου κατά τη διάρκεια τελετής τοποθετούνταν ο ιερέας που έμελλε να μυηθεί στους ανώτερους βαθμούς, σε ανάμνηση του… … Dictionary of Greek
παστός, -ή — ό 1. ο διατηρημένος με αλάτι, αλίπαστος, παστωμένος: Παστά ψάρια. 2. (ως ουσ.) κάθε φαγώσιμο διατηρημένο σε αλάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παστοῖς — παστός sprinkled with salt masc dat pl παστόω build a bridal chamber pres opt act 2nd sg παστόω build a bridal chamber pres subj act 2nd sg παστόω build a bridal chamber pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστοί — παστός sprinkled with salt masc nom/voc pl παστόω build a bridal chamber pres subj mp 2nd sg παστόω build a bridal chamber pres ind mp 2nd sg παστόω build a bridal chamber pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστοῦ — παστός sprinkled with salt masc gen sg παστόω build a bridal chamber pres imperat mp 2nd sg παστόω build a bridal chamber imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστούς — παστός sprinkled with salt masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστῷ — παστός sprinkled with salt masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστόν — παστός sprinkled with salt masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεαρόπαστος — νεαρόπαστος, ον (Α) αυτός που έχει παστωθεί πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + παστός (< πάσσω «αλατίζω») πρβλ. αλί παστος, χρυσό παστος] … Dictionary of Greek
πολύπαστος — ον, Α πολυκέντητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παστός (< πάσσω «διακοσμώ»), πρβλ. αργυρό παστος, χρυσό παστος] … Dictionary of Greek