-
1 πάσσ'
πάσσα, πάσσονvinum passum: neut nom /voc /acc plπάσσε, πάσσοςmasc voc sgπάσσε, πάσσωsprinkle: pres imperat act 2nd sgπάσσε, πάσσωsprinkle: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)πάσσαι, πατέομαιeat: aor inf act (epic)πάσσα, πατέομαιeat: aor ind act 1st sg (epic)πάσσε, πατέομαιeat: aor ind act 3rd sg (epic) -
2 πανσῠδί
πανσῠδί (- εί)Grammatical information: adv.Meaning: `rushing in collectively or jointly, with the entire army' (Th., Pherecr., X.).Other forms: assim. πασσ-.Derivatives: - δίῃ (Il., A. R.), - δίᾳ (E., X.) `id.', also `in a great hurry' (cf. Leumann Hom. Wörter 190), - δίην (EM, H. s. πασσύριον); - δόν `together' (Nonn.). Denom. vb. πασ\<σ\> υ-διάζω `to assemble' (Cyme; empire.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Compound of πᾰ́ν and σεύομαι ( σύ-το) with adv. - δί (cf. σύ-δην), - δίᾳ, - δίην, - δόν; on the suffixes Schwyzer 623 a. 626.Page in Frisk: 2,471Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πανσῠδί
См. также в других словарях:
πάσσ' — πάσσα , πάσσον vinum passum neut nom/voc/acc pl πάσσε , πάσσος masc voc sg πάσσε , πάσσω sprinkle pres imperat act 2nd sg πάσσε , πάσσω sprinkle imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) πάσσαι , πατέομαι eat aor inf act (epic) πάσσα , πατέομαι eat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράλειμμα — το (Μ κεράλειμμα) κηραλοιφή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + άλειμμα (< ἄλειμμα < ἀλείφω), πρβλ. επ άλειμμα, πασσ άλειμμα] … Dictionary of Greek
πάσσαξ — ακος, ό, Α (μεγαρικός τ.) πάσσαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασσ τού πάσσαλος* + επίθημα αξ (πρβλ. πόρπ αξ)] … Dictionary of Greek
πασσάριος — Α (κατά τον Ησύχ.) «σταυρός». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασσ τού πάσσαλος* + επίθημα άριος] … Dictionary of Greek
σκάφαλος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀντλητήρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω* + κατάλ. αλος, κατά το πάσσ αλος] … Dictionary of Greek
σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… … Dictionary of Greek
στρόφαλος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. τεχνολ. το σημαντικότερο μετά τον τροχό μέσο μετάδοσης κινήσεως, στοιχείο μηχανισμού συνδεδεμένο κατά ορθή γωνία με άτρακτο που επιτρέπει τη μετατροπή τής περιστροφικής κίνησης σε ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση άλλων οργάνων με… … Dictionary of Greek
συοβαύβαλος — και συβαύβαλος, ὁ, Α 1. ο συφεός*. το χοιροστάσιο 2. (με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συφεό, στον χώρο όπου κοιμούνται τα γουρούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + βαυβῶ «κοιμάμαι» + επίθημα αλος (πρβλ. πάσσ αλος)] … Dictionary of Greek
φέψαλος — και ιων. τ. φέψελος, ὁ, Α 1. σπινθήρας από ξύλα ή από αναμμένα πρίνινα κάρβουνα 2. το κάτω πλατύ τμήμα τής καπνοδόχης («ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φέ ψ αλος (< *φε φσ αλος) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
φύσαλος — ὁ, Α 1. είδος βατράχου, για τον οποίο λεγόταν ότι μπορεί να φουσκώσει ώσπου να σκάσει 2. τερατόμορφο ψάρι που μπορεί να φουσκώνει 3. είδος φάλαινας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα αλος (πρβλ. κόκκ αλος, πάσσ αλος)] … Dictionary of Greek