-
81 παρ-ωνυμέω
παρ-ωνυμέω, = παρωνυμιάζω, Philo u. a. Sp.
-
82 παρ-ωνυμία
παρ-ωνυμία, ἡ, Ableitung eines Wortes aus dem andern, Gramm. – Auch = παρονομασία, Sp., u. wie παρωνύμιον, Bei-, Zuname, Plut. de Pyth. or. 14.
-
83 παρ-ωνυμίασμα
παρ-ωνυμίασμα, τό, Beiwort, Hesych.
-
84 παρ-ωνυμίζω
παρ-ωνυμίζω, = παρωνυμιάζω, Arist. a. a. O. v. l., u. Sp.
-
85 παρ-ωνύμιος
παρ-ωνύμιος, auch 3 End., = παρώνυμος, Plat. Legg. IV, 757 d; bes. τὸ παρωνύμιον, Beiname von einer Person od. Sache, Soph. 268 c, δῆλον ὅτι παρωνύμιον αὐτοῦ τι λήψεται, u. Folgde, wie Plut. Num. 21 u. öfter; Ath. XIII, 565 b; bes. Gramm.
-
86 παρ-ωνύμησις
παρ-ωνύμησις, ἡ, = παρωνυμία, Iambl.
-
87 παρ-ωκεανίτης
παρ-ωκεανίτης, ὁ, = Vorigem, Strab. XVII, 835.
-
88 παρ-ωκεανῑτικός
παρ-ωκεανῑτικός, ή, όν, = dem Vorhergehenden, ἔϑνη, Strab. 4, 2, 1 A.
-
89 παρ-ωκεανῖτις
παρ-ωκεανῖτις, ιδος, ἡ, fem. zu παρωκεανΐτης, mit u. ohne γῆ, Pol. 34, 5, 6 D. Sic. 5, 41 u. A.
-
90 παρ-ωκεάνιος
παρ-ωκεάνιος, am Ocean gelegen, da wohnend, Plut. Caes. 20 u. Sp.
-
91 παρ-ωνομασία
παρ-ωνομασία, ἡ, schlechte Schreibart statt παρονομασία, Schaef. Schol. Par. Ap. Rh. 1, 623.
-
92 παρ-ωμίς
-
93 παρ-ωθεύω
-
94 παρ-ωλενίς
παρ-ωλενίς, ίδος, ἡ, neben ὠλενίς angeführt von Poll. 10, 170.
-
95 παρ-ωθέω
παρ-ωθέω (s. ὠϑέω), fortstoßen, drängen, verachten, verweigern; τἄνδον παρώσας λέκτρα, Eur. El. 1037; Troad. 656; Pol. 5, 84, 3 u. Folgde; ἔρωτα, verhehlend, Soph. Trach. 358; – bes. im med., μὴ παρώσασϑαι ξένους, Eur. Heracl. 238; παρεῶσϑαι, Dem. 2, 18, Schol. καταφρονεῖσϑαι; Sp., περὶ τὰς πλουσίων ϑύρας ἀλλήλους παρωϑούμενοι, Luc. Pisc. 34, der auch Tim. 4 παρωσάμενοι τῆς τιμῆς verbindet. – Von der Zeit, aufschieben, Plat. Rep. V, 471 c.
-
96 παρ-ωλένιος
παρ-ωλένιος, neben dem Ellenbogen, Arme, Poll. 2, 138; nach Hesych. τῶν χειρῶν τὰ ὄπισϑεν.
-
97 παρ-όπτησις
παρ-όπτησις, ἡ, das Braten an den Seiten oder oben, Sp.
-
98 παρ-όπτομαι
(παρ-όπτομαι, s. παροράω.)
-
99 παρ-όργισμα
παρ-όργισμα, τό, rege gemachter Zorn, LXX. u. N. T
-
100 παρ-όρειος
παρ-όρειος, am Berge, am Gebirge gelegen, befindlich, Ios. u. a. Sp., im subst. τὸ παρόρειον, wie Suid.; vgl. παρωρεία u. Lob. Phryn. 712.
См. также в других словарях:
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
πάρ — Α 1. (ηλειακός τ.) βλ. περί 2. βλ. παρά … Dictionary of Greek
παρ' — παρά , παρά beside indeclform (prep) παραί , παρά beside epic (poetic indeclform prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶρ' — παρά , παρά beside indeclform (prep) παραί , παρά beside epic (poetic indeclform prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρ — παρά beside poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάρ' — Πάρι , Πάρις masc voc sg Πάρε , Πάρος Paros fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρ' — πάρα , παρά beside indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάρ’ δύναμιν δ’οὐκ ἔστι καὶ ἐσσύμενον πολεμίζειν. — См. Сила по силе осилишь, а сила не под силу осядешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek