-
1 παρ-ισάζω
-
2 παρ-εξ-ισάζω
παρ-εξ-ισάζω, = Folgdm, Sp.
-
3 παρισαζω
-
4 παρεξισόω,
παρ-εξ-ισόω, u. παρ-εξ-ισάζω, danebenstellen und gleich machen, vergleichen -
5 παρεξισάζω
παρ-εξ-ισόω, u. παρ-εξ-ισάζω, danebenstellen und gleich machen, vergleichen
См. также в других словарях:
ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
παρισάζω — Α άλλος τ. τού παρισῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἰσάζω (< ἴσος)] … Dictionary of Greek