-
1 παρακολουθησις
- εως ἥ1) тесная связь, соответствиеἡ π. τοῦ αἰτίου καὴ οὗ αἴτιον Arst. — взаимная связь причины и следствия (досл. того, чего она есть причина)
2) постижение разумом, (у)разумение Plut.
См. также в других словарях:
ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… … Dictionary of Greek