-
1 παρα
I.I(ρᾰ), эп.-поэт. πᾰραί и ( обычно перед δέ, часто перед π и ν, реже перед γ, ζ, ξ, σ, τ и др.) πάρ adv. подле, возле, рядом, вблизи Hom.κατεῖδον δὲ δύ΄ Αἴαντε …, παρὰ δὲ Μηριόνην Eur. — я увидел обоих Эантов …, а рядом Мериона
IIэп.-поэт. πᾰραί и πάρ (см. παρά См. παρα I)(1) от, со стороныἐλθεῖν παρά τινος Hom. — прийти от (лица) кого-л.;τὰ παρὰ βασιλέως ἀπαγγεῖλαι Xen. — объявить условия от имени царя;ὅ παρ΄ ἐμοῦ Xen. — мой посланец;δέχεσθαί τι παρά τινος Thuc. — получить что-л. от (у) кого-л.;νόστοιο τυχεῖν παρά τινος Hom. — получить возможность возвращения (на родину) благодаря кому-л.;λαμβάνειν τι παρά τινος Xen., Soph.; — брать (отнимать) что-л. у кого-л.;ἀκούειν (μανθάνειν, πυνθάνεσθαι) παρά τινος Her. — слышать (узнавать) от кого-л.;πρίασθαί τι παρά τινος Hom. — покупать что-л. у кого-л.;παρ΄ αὑτου τι εὑρίσκειν Plat. — самому изобрести что-л.;παρ΄ ἐμαυτοῦ οὐδὲν αὐτῶν ἐννενόηκα Plat. — сам от себя я ничего из этого не придумал (бы);παρ΄ ἑωϋτοῦ διδόναι Her. — (вы)давать из собственных средств;νόμον θεῖναι παρά τινος Plat. — провести закон по чьему-л. указанию;τῆς παρά τινος εὐνοίας ἐπιμελεῖσθαι Xen. — стараться заручиться чьим-л. расположением(2) в знач. лат. a(b) при abl. auctorisτὰ παρὰ σοῦ λεγόμενα Xen. — сказанное тобою;
ἥ παρ΄ ἐκείνου τιμωρία Xen. — исходящее от него взыскание, т.е. налагаемое им взыскание;παρὰ πάντων ὁμολογεῖται Xen. — всеми признается;ἥ παρὰ τῶν ἀνθρώπων δόξα Plat. — людская молва, общественное мнение(3) рядом с, возле, близ, уπαρ΄ Ἰσμηνοῦ ῥείθρων Soph. — у вод (реки) Исмена;
παρὰ Κυανεᾶν σπιλάδων Soph. — близ Кианейских скал(1) рядом, при, у(παρά τινι μένειν, στῆναι и κεῖσθαι Hom.)
παρὰ θύρῃσιν Hom. — у ворот, перед домом;δαίνυσθαι παρ΄ ἀλόχῳ καὴ τέκεσσιν Hom. — обедать (сидя) рядом с женой и детьми;παρά τινι μέγα δύνασθαι Plat. — обладать большой властью над кем-л. или пользоваться большим авторитетом у кого-л.;παρ΄ ἑαυτῷ γενέσθαι Plut. — прийти в себя(2) кφοιτᾶν παρά τινι Plut., Luc.; — приходить к кому-л., посещать кого-л.
(3) перед (лицом), в присутствии, при(παρὰ τῷ βασιλεῖ Her.; παρὰ δικασταῖς Thuc.)
παρὰ Δαρείῳ κριτῇ Her. — по суждению Дария(4) в течение, во время(παρὰ τυραννίδι Pind.)
παρὰ τοῖς ἐμφυλίοις πολέμοις Plut. — во время междоусобных войнοἱ παρ΄ ἐμοί Xen. — мои (близкие, родные или слуги);
τὰ παρ΄ ἐμοί Xen. — мои дела (обстоятельства, условия, средства);ἥ παρ΄ ἡμῖν πολιτεία Dem. — наше государство;ὅ παρ΄ αὐτῷ βίοτος Soph. — своя собственная жизнь(1) (по направлению) к(ἴμεν παρὰ νῆας Hom.; πέμπειν τινὰ παρά τινα Xen.)
ἥ παρά τινα εἴσοδος Xen. — доступ к кому-л.;παρ΄ ἀσπίδα Xen. — в направлении щита, т.е. в левую сторону, влево(2) у, при, близπαρὰ τέν ὁδόν Xen. — у или близ дороги;
παρὰ τέν θάλατταν Plat. — у (на берегу) моря;ἥ παρὰ θάλασσαν Μακεδονία Thuc. — приморская Македония;παρ΄ ὄμμα Eur. — перед глазами(3) вдоль, мимоπαρὰ θῖνα θαλάσσης Hom. — вдоль морского берега;
παρὰ τέν Βαβυλῶνα παριέναι Xen. — миновать Вавилон(4) в течение, во время(παρὰ πάντα τὸν βίον Plat.)
παρὰ πότον Xen. — во время попойки;παρὰ τέν κύλικα Plut. — за бокалом (вина)(5) в минуту, в моментπαρὰ τὰ δεινά Plut. — в минуту опасности;
παρ΄ αὐτὰ τἀδικήματα Dem. — в самый момент преступления;παρ΄ ἕκαστον και ἔργον καὴ λόγον Plat. — по поводу каждого действия и (каждого) слова(6) наряду с, по сравнению с, в сопоставлении с(οὐδὲν φαίνεσθαι παρά τι Her.)
παρὰ τὰ ἄλλα ζῷα Xen. — по сравнению с другими живыми существами;παρὰ τὰ ἐκ τοῦ πρὴν χρόνου Thuc. — по сравнению с тем, что было раньшеπαρ΄ ὀλίγον ποιεῖσθαί τινα Xen. — невысоко ставить кого-л.;
παρ΄ οὐδὲν ἄγειν τι Soph. — не придавать никакого значения чему-л.;παρ΄ ὅσον Luc. — (настолько) насколько;παρὰ τοσοῦτον Thuc. — вот насколько, вот до чегоπαρ΄ ἦμαρ Soph., παρ΄ ἑκάστην ἡμέραν Plat., Xen.; — изо дня в день, день ото дня;
παρ΄ ἐνιαυτόν Plut. — из года в год;παρὰ μῆνα τρίτον Arst. — каждый третий месяц, т.е. раз в три месяца;πληγέν παρὰ πληγήν Arph. — удар за ударом;ἓν παρ΄ ἕν Plut. — одно за другим(9) в соответствии с, на основании, поὀνομάζειν τι παρ΄ ὃ βουλόμεθα Plat. — называть что-л. так, как мы хотим;
οὐ παρὰ ταῦτ΄ ἐστιν (sc. τὸ κοινόν) Isocr. — не от этого зависит общественное благо(10) вследствие, из-за(παρὰ τέν ἀμέλειαν Thuc.; μέ παρὰ ἀποδειλίασιν, ἀλλὰ παρὰ εὐλάβειαν Polyb.)
(11) за исключением, кроме, помимо(παρὰ πέντε ναῦς Thuc.; παρὰ πάντα ταῦτα ἕτερόν τι Plat.)
οὐκ ἔστι παρὰ ταῦτ΄ ἄλλα Arph. — ничего кроме этого невозможно, т.е. иначе нельзя;ἀεὴ παρ΄ ὀλίγον ἢ διέφευγον ἢ ἀπώλλυντο Thuc. — (афинские войска) были постоянно на волосок то от спасения, то от гибели;παρ΄ ὀλίγον ἀπέφυγες ὄλεθρον Eur. — ты едва избежал гибели;παρὰ τρεῖς ψήφους Dem. — так как не хватало трех голосов(12) против, вопреки, сверхπὰρ δύναμιν Hom. — сверх (своей) возможности;
παρὰ μοῖραν Hom. — вразрез с обычаями;παρὰ τὰ σοὴ δοκοῦντα Plat. — вопреки тому, что тебе желательно;παρὰ τὰς σπονδάς Xen. — в нарушение перемирия;παρὰ νοῦν θροεῖν Soph. — говорить безрассудно;παρὰ τέν ἑωυτῶν φύσιν Her. — наперекор их собственному характеруII.Iанастрофически = παρά См. παρα IIII1) есть, имеетсяἡ ὄψις οὐ π. Soph. — (вы лично) этого не видели
2) можно, дозволено, следуетνῦν οἰμῶξαι π. τέν σέν ξυμφοράν Soph. — теперь нужно оплакать твое несчастье
-
2 παροσον
-
3 παρεικω
(aor. 2 παρείκαθον, inf. aor. παρεικαθεῖν)1) уступать, соглашаться(πιθέσθαι καὴ παρεικαθεῖν Soph.)
2) позволять, разрешать(ὅσον γ΄ ἂν ἥ δύναμις παρείκῃ Plat.)
κατὰ τὸ ἀεὴ παρεῖκον Thuc. — насколько только (было) возможно;εἴ μοι παρείκοι (impers.) Soph. — если бы у меня была возможность
См. также в других словарях:
παρόσον — Α επίρρ. 1. καθόσον 2. καθότι, επειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. παρ ὅσον < παρά + ὅσος, ὅση, ὅσον) … Dictionary of Greek
Consonant — Not to be confused with the musical concept of consonance For the alternative rock group, see Consonant (band). Places of articulation Labial Bilabial Labial–velar Labial–coronal Labiodental … Wikipedia
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek