Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παρ-άλληλος

  • 1 παραλληλος

        2
        проходящий вдоль, идущий рядом, параллельный
        

    (τινι или τινος Polyb.)

        αἱ παράλληλοι (sc. γραμμαί) Arst. — параллельные линии;
        παράλληλοι κύκλοι Diog.L. — параллельные круги, т.е. климатические пояса;
        οἱ βίοι οἱ παράλληλοι Plut. — параллельные жизнеописания;
        ἐκ παραλλήλου Plut. — параллельно, в сопоставлении

    Древнегреческо-русский словарь > παραλληλος

См. также в других словарях:

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • μισάλληλος — μισάλληλος, ον (Α) αυτός που μισεί κάποιον και ταυτόχρονα μισείται από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + άλληλος(< ἀλλήλων*), πρβλ. παρ άλληλος, υπ άλληλος] …   Dictionary of Greek

  • προσάλληλος — ον, Α 1. ο ένας μαζί με τον άλλο ή ο ένας εναντίον τού άλλου 2. αρμόδιος ή πρόσφορος («προσάλληλος καρπὸς τόπῳ», Θεόφρ.) 3. αμοιβαίος 4. σχετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + άλληλος (< ἀλλήλων*), πρβλ. κατ άλληλος, παρ άλληλος] …   Dictionary of Greek

  • υπάλληλος — η, ο / ὑπάλληλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που υπόκειται, που υπάγεται σε άλλον νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η υπάλληλος πρόσωπο που παρέχει εξαρτημένη εργασία και αμοίβεται με μισθό («τραπεζικός υπάλληλος») 2. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • παράλληλος — Στην ευκλείδεια γεωμετρία δύο ευθείες του ίδιου επιπέδου λέμε ότι είναι παράλληλες (μεταξύ τους) εάν (και μόνο) δεν έχουν κοινό σημείο. Βασικό αξίωμα στη γεωμετρία του Ευκλείδη είναι το λεγόμενο αξίωμα των παραλλήλων. Σύμφωνα με αυτό, εάν ε είναι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»