-
1 αλλαξις
-
2 παραλλαξις
- εως ἥ1) попеременное движение(τῶν σκελῶν Plut.)
ἥ δεῦρο κἀκεῖ π. τῆς κεφαλῆς Plut. — мотание головой туда и сюда2) изменение, отклонение(τῆς κινήσεως Plat.)
3) мат. (взаимный) наклон(τῆς γωνίας Plut.)
4) астр. угол смещения, параллакс Plut.
См. также в других словарях:
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek