-
1 παρ-ωροφίς
παρ-ωροφίς, ἡ, der vorstehende Rand der Decke, des Daches, Her. 2, 155; vgl. Poll. 1, 81. 7, 120.
-
2 παρωροφίς
παρ-ωροφίς, ἡ, der vorstehende Rand der Decke, des Daches -
3 παρωροφις
См. также в других словарях:
παρωροφίς — ίδος, ἡ, Α το τμήμα τής οροφής που εξέχει από τους τοίχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωροφίς (< ὄροφος), πρβλ. επ ωροφίς. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek