-
1 παρ-ωνυχίς
παρ-ωνυχίς, ἡ, 1) Nebennagel, gewöhnlich Nietnagel, reduvia, sp. Medic. – 2) eine Pflanze, Diosc.
-
2 παρωνυχίς
παρ-ωνυχίς, ἡ, u. παρ-ωνυχία, ἡ, (1) Nebennagel, gewöhnlich Nietnagel, reduvia; (2) eine Pflanze
См. также в других словарях:
παρωνυχίδα — και παρανυχίδα, η / παρωνυχίς, ίδος, ΝΜΑ 1. μικρή ακίδα στην άκρη του νυχιού ή γύρω από το νύχι 2. ασήμαντο γεγονός, ασήμαντη, αμελητέα πλευρά ενός θέματος νεοελλ. το φυτό παρωνυχία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωνυχίς (< ὄνυξ, υχος). Το ω τού τ … Dictionary of Greek