Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

παρ-ορμίζω

См. также в других словарях:

  • αγκυρώνω — ορμίζω το πλοίο ρίχνοντας στη θάλασσα την άγκυρα, αράζω, αγκυροβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγκυρα. ΠΑΡ. αγκύρωση] …   Dictionary of Greek

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»