-
1 παρ-ορμέω
παρ-ορμέω, daneben im Hafen vor Anker liegen; Plut. Anton. 32; D. Sic. 14, 49, τοῖς παρορμ οῠσι πλοίοις; a. Sp.
-
2 παρορμέω
-
3 παρορμεω
стоять рядом на якоре(τὰ παρορμοῦντα πλοῖα Diod.)
τοῦ στόλου παρορμοῦντος Plut. — в то время как флот стоял на якоре