-
1 παρ-ονειδίζω
παρ-ονειδίζω, daneben, dabei, versteckt schmähen, Schol. Eur. Or. 32, wie Ar. Nubb. 543.
-
2 παρονειδίζω
παρ-ονειδίζω, daneben, dabei, versteckt schmähen
См. также в других словарях:
παρονειδίζω — Α πλάγια, έμμεσα ονειδίζω, κατηγορώ, αποδίδω μομφή, επιτίμηση σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀνειδίζω «κατηγορώ»] … Dictionary of Greek